Την περίοδο των γιορτών ο χρόνος είναι πιο μόνος από ποτέ.
Λίγοι είναι αυτοί που το γνωρίζουν. Το πόσο μόνος είναι ο χρόνος. Τις νύχτες όταν γυρνάει από τη δουλειά. Οταν μπαίνει σπίτι και κανείς δεν τον περιμένει. Οταν το μόνο που βρίσκει εκεί είναι παγωμένα πιάτα από χθεσινά φαγητά στο ψυγείο, γεμάτα τασάκια, ύποπτες μυρωδιές. Είναι αυτή η αίσθηση που σε κάνει να θες να γυρίσεις όσο πιο αργά γίνεται σπίτι. Ή και να μη γυρίσεις καθόλου. Να μείνεις σε ένα μπαρ ή σε μια γωνία και να περιμένεις να ξημερώσει. Και πάντοτε αργεί να ξημερώσει. Ειδικά όταν είσαι μόνος. Και ο χρόνος είναι μόνος.
Ναι, είναι λίγοι αυτοί που το γνωρίζουν. Ο χρόνος είναι μόνος. Ακόμα και στη δουλειά οι περισσότεροι ξεχνούν να τον χαιρετήσουν. Είναι ο παλαιότερος εκεί μέσα. Αλλά ακόμα δεν μπορεί να διακρίνει αν αυτή η αντιμετώπιση είναι ένας συγκρατημένος σεβασμός που παγιώνεται με την απόσταση ή μια νωχελική περιφρόνηση. Ο χρόνος είναι έπιπλο. Ετσι νιώθει. Και μάλιστα το παλαιότερο μες στο δωμάτιο. Τόσο που κανείς δεν θυμάται ποια είναι η χρηστική του αξία. Τι κάνει εκεί και γιατί το κάνει. Εχει γίνει πια ένα με τον διάκοσμο. Ενα με τον τόπο. Ενα με την ακαθόριστη ιδέα της εργασίας. Και έτσι αυτός απλά κάνει τη δουλειά του. Είναι και αυτός ένας τρόπος να επιμερίζεις τις στιγμές. Να δίνεις σχήμα στις ώρες, στα λεπτά, στα δευτερόλεπτα. Είναι η αρχιτεκτονική της διάρκειας. Και όλα διαρκούν όταν εσύ είσαι μόνος.
Και στους δρόμους ο χρόνος είναι μόνος. Ακόμα και στο στριμωξίδι του πλήθους. Οταν κάποιος τον πατήσει δεν θα του ζητήσει συγγνώμη. Ενα βλέμμα μόνο ίσως. Αυτό που σημαίνει πως αυτοί είναι οι κανόνες του παιχνιδιού, έτσι γίνονται τα πράγματα και πρέπει να αποδεχτούμε την πιθανότητα λάθους των διπλανών μας.
Ο χρόνος τρώει όρθιος. Κυρίως στον δρόμο βιαστικά. Παρ’ όλο που ο χρόνος δεν έχει πουθενά να πάει. Αλλά ακόμη και στο σπίτι όρθιος θα φάει. Αντιμετωπίζοντας τα βιολογικά του καθήκοντα διεκπεραιωτικά. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη εξάντληση από μια βιασύνη που δεν έχει κανέναν λόγο να βιάζεται. Αποκαλύπτοντας το μάταιό της ακριβώς τη στιγμή της λήξης της. Και ο χρόνος δεν έχει κάτι να κάνει ή κάπου να πάει. Γιατί ο χρόνος είναι μόνος. Και διαρκώς εξαντλημένος.
Πολλές φορές οι πιο απλές συναλλαγές τον τρομοκρατούν. Δεν είναι πανικός. Μόνο μια δεδομένη δυσαρέσκεια. Πιο πολύ γιατί γνωρίζει εξαρχής πως είναι κάτι που δεν μπορεί να αποφευχθεί. Κάθε μικρό «ευχαριστώ», κάθε απειροελάχιστο «χαίρεται», κάθε εξαρχής εξαχνωμένο «τι κάνουμε;» μπορεί να τον διαλύσει. Οχι τόσο γιατί τον ενοχλούν. Αλλά γιατί η ίδια η φύση των χειρονομιών αυτών επιβεβαιώνει το γεγονός πως δεν μπορούν και -κυρίως- δεν θέλουν να προχωρήσουν. Πως είναι παγιωμένες στη βραχύτητα της τυπικής ανταλλαγής. Και επιθυμούν να μείνουν έτσι.
Την περίοδο των γιορτών ο χρόνος είναι πιο μόνος από ποτέ. Τόσο που δεν χρειάζεται καν να τον περιγράψουμε. Τόσο που νιώθει όχι μόνο την απουσία των γύρω του αλλά και τη δική του παρουσία σαν απουσία. Θα κάνει όσα πρέπει να κάνει. Θα πει όσα οι άλλοι περιμένουν να πει. Και μόλις χρειαστεί να πράξει θα το κάνει χωρίς να βαρυγκωμά. Αυτός όμως που ενδιαφέρεται μπορεί να το διακρίνει. Στις μικρές κινήσεις του προσώπου, στην κίνηση των χεριών, στον γραφικό χαρακτήρα των χειλιών και στον βουβό ψίθυρο που συντάσσουν. Γιατί ο χρόνος είναι συντριπτικός, και έτσι ήταν πάντα.
Ας είστε λοιπόν λίγο πιο προσεκτικοί στα τραγούδια και τις ευχές σας. Ας μη μιλάμε εξ ονόματός του για πράγματα που δεν γνωρίζουμε. Γιατί αν ο χρόνος είναι μόνος, άλλο τόσο η μοναξιά είναι χρόνος. Ενας χρόνος σκληρός. Κυρίως την περίοδο των γιορτών.
Σχόλια