Ενδεχομένως αυτό είναι και μια δίκαιη τιμωρία. Ας πάει το λάδι, το παλιόλαδο που πάντα ήταν τόσο δεδομένο και αυτονόητο σχεδόν σαν το νερό, στα 15 ευρώ το λίτρο και στα 200 ευρώ ο τενεκές. Αλλά, πρέπει κι εσύ να σκεφτείς, δεν φέρθηκες εντάξει. Είχες 50 ρίζες ελιές, δυο-τρία στρέμματα (απαξίωσες έστω και να τα μετρήσεις σωστά), ξέχασες σχεδόν και πού πέφτει το χωράφι, επικλινές, κακοτράχαλο και λογγωμένο, και η μόνη σου μέριμνα εδώ και δεκαετίες ήταν να το δηλώνεις «βοσκοτόπι» στο Ε9, μην και επιβαρυνθεί ο ΕΝΦΙΑ, αν και την εποχή που έρρεαν οι επιδοτήσεις, φτάνοντας και σε μη «κατ’ επάγγελμα αγρότες», έσπευδες να κάνεις ακριβώς το αντίθετο: και την έκταση την ξεχείλωνες κατά ένα-δυο στρέμματα, και τα δέντρα τα πολλαπλασίαζες στις δηλώσεις που συσσωρεύονταν στα κοινοτικά γραφεία του χωριού.
Επειτα, έχοντας γίνει πια ένας κανονικός αστός, άνθρωπος της πόλης που έχεις αποκόψει και τις τελευταίες ρίζες με το χωριό, παράτησες το χωράφι στην τύχη του, στη φροντίδα του «Αλβανού», που άπλωσε αυτός καινούργιες ρίζες εκεί, έχοντας αποκόψει τις δικές του, από όποια «Αλβανία» του κόσμου κι αν είχε έρθει. Ποιος τις κλάδευε, τις λίπαινε, τις ξελόγγωνε, τις μάζευε τις ελιές δεν σε ένοιαζε, σου αρκούσαν οι δυο-τρεις τενεκέδες λάδι που έρχονταν με το ταξί κάθε χρόνο, ή χρόνο παρά χρόνο, ως ανταμοιβή. Τις λίγες φορές που πήρες άδεια από τη δουλειά για το εθνικό σπορ της ελαιοσυγκομιδής και πράγματι πήγες στο χωριό, την έβγαζες στο καφενείο με καφέ και τσίπουρα. Ο «Αλβανός» μαζί με μερικούς ακόμη «Αλβανούς» από την Ασία ή από τους κοντινούς καταυλισμούς Τσιγγάνων έκαναν τη δουλειά.
Μπορεί λοιπόν όλο αυτό να είναι κάποιας μορφής απονομή δικαιοσύνης. Κι αν το καλοσκεφτείς είναι πολύ παράξενο, γιατί δεν σου έλειψαν οι ισχυρές δόσεις εθνικής μυθολογίας στις πέντε έξι δεκαετίες της ζωής σου για την πολυτιμότητα της ελιάς: η Αθηνά να κερδίζει τον Ποσειδώνα στον αγώνα για την Αθήνα χαρίζοντάς της ένα ελαιόδεντρο. Ο Ομηρος να σκηνοθετεί την προετοιμασία εξόντωσης των μνηστήρων από τον Οδυσσέα και τον Τηλέμαχο κάτω από μια ιερή ελιά. Ο κότινος από κλαδιά ελιάς των ολυμπιονικών. Ο Παλαμάς και ο ποιητικός μονόλογος «είμαι η ελιά η τιμημένη» που τον μάθαινες απέξω στο Δημοτικό σχεδόν σαν δεύτερο εθνικό ύμνο.
Και ύστερα ήρθαν οι νεωτερικές και μετανεωτερικές αναγνώσεις της ελαιώδους εθνικής μυθολογίας: ο Κολλάτος («Οι ελιές», 1964) που γράφει (και σκηνοθετεί αργότερα) πώς τρία αδέρφια σπρώχνουν την ανύπαντρη και «άσχημη» αδερφή τους στο κρεβάτι ενός μεθυσμένου για να την ξεφορτωθούν χωρίς προίκα, «γιατί οι ελιές δεν φεύγουν από την οικογένεια». Η «ανακάλυψη» της μεσογειακής διατροφής που στο κέντρο της μπαίνει το ελαιόλαδο. Η απάτη της «φραπελιάς» διά πάσαν νόσον, που ευτυχώς αποκαλύφθηκε εγκαίρως και δεν θρηνήσαμε θύματα. Και η άλλη, η ακόμη μεγαλύτερη απάτη του ελαιόλαδου που μπήκε σε αριθμημένα συλλεκτικά μπουκάλια και σε λακαρισμένες ξύλινες κασετίνες για να πουλιέται στα Harrods ή στα Εμιράτα 200 έως 1.000 ευρώ το μπουκάλι.
Οταν το πρωτοδιάβασες αυτό στην αρχή γέλασες, αλλά μετά έκανες ένα μπακαλίστικο υπολογισμό για το πόσα λεφτά μπορεί να έχεις χάσει από τις 50 ρίζες ελιές που έχεις ξεχάσει και πού πέφτουν. Λες ο «Αλβανός» να πλουτίζει εις βάρος σου; Μετά σκέφτεσαι πιο ψύχραιμα και λες πως αν δεν ήταν κι αυτοί οι προκομμένοι άνθρωποι, τα χωριά θα είχαν ερημώσει εντελώς, τα χωράφια θα είχαν ξαναγίνει δάσος. Αλλά πάλι αναρωτιέσαι: πού πάει όλη αυτή η παραγωγή, πού πουλιούνται οι 400.000 τόνοι λάδι τον χρόνο, γιατί δεν έχουμε γίνει ένα από τα πλουσιότερα έθνη της Μεσογείου; Μας το παίρνει το λάδι η ιταλική μαφία;
Σκέφτηκες μαφία και πήγε ο νους σου στις δύο πιο δημοφιλείς τηλεοπτικές σαπουνόπερες και ολίγον αγροτο-βουκολικά δράματα, τον «Σασμό» και τη «Γη της Ελιάς». Ποιο είναι το καλύτερο λάδι, της Κρήτης ή της Μάνης; Αλλά επειδή εκεί, στις δύο τηλεοπτικές περιοχές, με φόντο τα λιοστάσια, τα χωράφια και τ’ αμπέλια γίνονται τα πάντα -φόνοι, απαγωγές, ληστείες, ξεκαθαρίσματα λογαριασμών, βιασμοί-, αναρωτιέσαι γιατί οι παραγωγοί και οι ευφάνταστοι σεναριογράφοι δεν έχουν σκεφτεί να περιστρέψουν την πλοκή στο απόλυτο έγκλημα της εποχής: την κλοπή ελαιολάδου. Κι όλα τα συναφή εγκλήματα, από τη νοθεία μέχρι την καταπάτηση ιδιοκτησίας. Θα γίνει χαμός!
Γελάς με τη σκέψη. Αν και δεν έχεις δει στην πραγματικότητα τις σειρές και δεν έχεις ιδέα τι και πώς διαδραματίζεται (εδώ που τα λέμε και οι δημιουργοί δεν έχουν ιδέα πού το πάνε), κάποιες φευγαλέες ματιές σε σκηνές οι οποίες εξελίσσονται σε λιοστάσια που θυμίζουν κήπους των Βερσαλλιών και ελαιοτριβεία που μοιάζουν με μικροβιολογικά εργαστήρια σε κάνουν να γελάς. Κάτι θυμάσαι κι εσύ από συγκομιδή, με τα χτένια να περνούν απ’ τα κλαδιά και τους πρασινόμαυρους καρπούς να κυλάνε στα λιόπανα, τις σκάλες πάνω στα δέντρα για να φτάσεις τα ψηλά κλαριά, τότε που η μέση και το σώμα σου αψηφούσε τη βαρύτητα και τις δισκοκοίλες.
Ας πρόσεχες. Κι εσύ κι όλοι οι χιλιάδες κάτοχοι των 140 εκατομμυρίων ελαιοδένδρων που η ύπαρξή τους εξαντλείται σε μια δήλωση κτηματογράφησης και ένα Ε9. Η αγορά με το αόρατο χέρι της, που περνάει πάνω από χωράφια, ελαιοτριβεία, εργοστάσια εμφιάλωσης, αποθήκες λαδιού και μετατρέπει σε χρυσό αυτό που άλλοτε ήταν ο ελάχιστος πόρος των φτωχών, αποδίδει τη σκληρή δικαιοσύνη της απογειώνοντας την τιμή του λαδιού και εκτινάσσοντας στη στρατόσφαιρα το κέρδος της γαιοπροσόδου. Θα πεις το λάδι λαδάκι, είναι το κλισέ τον ημερών, της εποχής του νέου καπιταλιστικού φεουδαλισμού που μετατρέπει την τροφή στο απόλυτο πεδίο κερδοσκοπίας.
Αν μπορούσες να γυρίσεις τον χρόνο πίσω, ίσως επανεξέταζες τη σχέση του με τη γη, μ’ αυτά τα ταπεινά χωράφια που κληρονόμησες. Ισως ένας κάποιος σασμός με τη γη της ελιάς, για λίγες μέρες κάθε χρόνο, με τις αυτοσχέδιες κολεκτίβες φίλων και συγγενών που τη μια μέρα μάζευαν στου Ηλία, την άλλη στου Πάνου, την τρίτη στης Μαρίας, που ήταν και μονάχη της, τα παιδιά της μετανάστες, ίσως ένας τέτοιος σασμός συμφιλίωνε κάπως την πόλη με το χωριό, την αστική υπερανάπτυξη με την αγροτο-κτηνοτροφική παραγωγή, τον μικροαστό που έγινες στη μητρόπολη με το επαρχιωτόπουλο που κατά βάθος πάντα ήσουν.
Θεωρίες για την υπεραξία
Είμαι του ήλιου η θυγατέρα
Η πιο απ’ όλες χαϊδευτή
Χρόνια η αγάπη του πατέρα
Σ’ αυτό τον κόσμο με κρατεί
Οσο να πέσω νεκρωμένη
Αυτόν το μάτι μου ζητεί.
Είμ’ η ελιά η τιμημένη
Οπου και αν λάχει κατοικία
Δε μ’ απολείπουν οι καρποί.
Ως τα βαθιά μου γηρατειά,
Δεν βρίσκω στην δουλειά ντροπή.
Μ’ έχει ο θεός ευλογημένη,
Και είμαι γεμάτη προκοπή.
Είμ’ η ελιά η τιμημένη.
.....................
Και φως πραότατο χαρίζω
Εγώ στην άγρια τη νύχτα.
Τον πλούτο πια δεν τον φωτίζω,
Συ μ’ ευλογείς φτωχολογιά.
Κι αν απ’ τον άνθρωπο διωγμένη,
Μα φέγγω μπρος στην Παναγιά.
Είμ’ η ελιά η τιμημένη.
Κωστής Παλαμάς, «Η ελιά» (1882)
Kibi2g@yahoo.gr, kibi-blog.blogspot.com
Σχόλια