Τα πάντα–όλα για το θρυλικό «Έμπαινε Γιούτσο!»(«παλιοκομμουνιστή, σήμερα θα πεθάνεις!)

Από το 1voice.gr / Ανάποδα / του Αντρέα Ρουμελιώτη
Παιδάκι είχα την μεγάλη ευτυχία να γνωρίσω το ποδοσφαιρικό μου ίδαλμα από τον ολοκκόκινο θείο μου (Ολυμπιακός και κομμουνισταράς μέχρι το μεδούλι) τον (πιο αγαπητό δημοσιογράφο) Πάνο τον Γεραμάνη. Εψαξα σήμερα το αρχείο μου και βρήκα εκείνο το πολύτιμο αυτόγραφο που μου υπέγραψε στο γήπεδο. Ήταν ένα κυνηγημένο μειονοτικό προσφυγόπουλο του ΔΣΕ. Απο Γιουτσώφ έγινε Γιούτσος για να λατρευτεί όσο λίγοι ως «ουγγρικό άλογο» στον «θρύλο των γηπέδων» και να γίνει τελικά δεκτός και στην Εθνική Ελλάδας. Το 1964 ήρθε στον Ολυμπιακό, με βοήθεια κι απ’τον Μανώλη Γλέζο, όπου αγωνίστηκε μέχρι το 1974. Όμως, δεν ήταν όλα ρόδινα. Άρχισε ν’αγωνίζεται, το 1965. Γιατί; Δεν μπορούσε να πάρει … ελληνική υπηκοότητα. Οπως δεν πήραν χιλιάδες αντάρτες “σλαβομακεδονικής” καταγωγής ακόμα κι όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου αναγνώρισε για πρώτη φορά την Εθνική Αντίσταση. Κι όταν άρχισε να παίζει, «παλιοκομμουνιστή θα πεθάνεις» του φώναζαν, οι ανόητοι αντίπαλοι στις κερκίδες της εποχής. Υπήρχαν και τότε… Το 1973, στη διάρκεια παιγνιδιού στο «Γεώργιος Καραϊσκάκης» ο συμπαίκτης του Ρομαίν Αργυρούδης, ντρίπλαρε ολόκληρη την αντίπαλη άμυνα, πρέπει να ήταν του Άρη και πάσαρε στον Γιούτσο, σχεδόν στο άδειο τέρμα. Εκείνος πέτυχε γκολ, το γήπεδο άρχισε να φωνάζει ρυθμικά το όνομά του. Κι αυτός; Τους έκανε νόημα, να σταματήσουν. Κι όταν σίγησαν τα πάντα, σήκωσε το χέρι του και τους έδειξε τον Αργυρούδη. – Αυτόν, τους είπε, αυτόν χειροκροτήστε. Καθώς φεύγεις παίρνεις μαζί σου, τις αναμνήσεις και τ’απογεύματα της Κυριακής μας, στο Φάληρο. Με την ερυθρόλευκη φανέλα χωρίς χορηγούς, τις φωνές της εξέδρας χωρίς βία και μίσος. Τ’απογεύματα της Κυριακής μας. Ο Πολυχρονίου, ο Γκαϊτατζής κι ο Πλέσσας, ο Μποτίνος, ο Σιδέρης, ο Παπάζογλου. Ο Ατίλιο και δίπλα ο Εθνικάρας, αυθεντικοί και γήινοι … Δε φεύγουν όσοι αγαπάμε, εδώ μένουν και πετάνε στα σύννεφα. Όπως τότε, που πετούσαν και κάλπαζαν, με τις εξέδρες να παραληρούν: «Έ μ π α ι ν ε Γ ι ο ύ τ σ ο !»

Πως βγήκε το «Έμπαινε Γιούτσο!»
«Εμπαινε Γιούτσο!» τον παρότρυναν χιλιάδες άνθρωποι στο κατάμεστο «Γεώργιος Καραϊσκάκης», εξαιτίας των επελάσεών του προς τις αντίπαλες εστίες. Ένα σύνθημα, μια ιαχή που έμεινε στην ιστορία! Ψηλός, γρήγορος, με μεγάλο διασκελισμό και με τον χαρακτηριστικό καλπασμό του «Ουγγρικού αλόγου.» Οι κάθετες διεμβολίσεις της αντίπαλης άμυνας και η ανεμπόδιστη είσοδός του στην «μικρή περιοχή» των αντιπάλων γέννησαν το σύνθημα: «Έμπαινε Γιούτσο!» που έκτοτε έμεινε στην ιστορία κι έχει σήμερα καταστεί φράση γενικής χρήσης. Με τη φανέλα του Θρύλου αγωνίστηκε σε 330 παιχνίδια, σημείωσε 128 γκολ. Ένας αυθεντικός μπαλαδόρος, ταλαντούχος ακραίος μεσοεπιθετικός. Σε δέκα σεζόν στον Ολυμπιακό κατέκτησε τέσσερα πρωταθλήματα (1966, 1967, 1973, 1974), τέσσερα κύπελλα (1965, 1968, 1971, 1973), τα δύο ταμπλ. Ο διάσημος ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού, Νίκος Γιούτσος, γεννήθηκε στις 16 Απριλίου 1942 στο σλαβόφωνο Μακροχώρι (ως το 1926 ονομαζόταν Κονόμλαντι) της Καστοριάς. Ο Γιούτσος, ορφανό παιδί του αμφιλεγόμενου «παιδομαζόματος» του εμφυλιου πολέμου, λεγόταν, ήταν κάποτε ο Γιουτσόφ και αν δεν έπαιζε τρομερή μπάλα ίσως να μην είχε καταφέρει να ξαναπατήσει ποτέ ελληνικά χώματα. Γιατί; Για τον λόγο που δεν μπόρεσαν να το κάνουν εκατοντάδες συγχωριανοί του. Το Μακροχώρι ή Κονόμλαντι (αλλού τονίζεται ως Κονομλάντι) ήταν σλαβόφωνο χωριό και οι κάτοικοι του έλαβαν μαζικά μέρος στην αντιοθωμανική εξέγερση του Ίλιντεν το 1903, έχοντας 26 νεκρούς. Μετά τους βαλκανικούς πολέμους του 1913 γύρω στους 70 κατοίκους του υποβάλλουν τα χαρτιά τους επίσημα και μεταναστεύουν στη Βουλγαρία όπου εγκαθίστανται στο χωριό Νόβο Κονομλάντι. Πολλοί περισσότεροι θα φύγουν στη διάρκεια του μεσοπολέμου ως μετανάστες. Ο Γιούτσος λοιπόν γεννιέται ως Γιούτσοφ ή και τον αποκαλούσαν στα γήπεδα και … Γιουτσώφ σε μια ταραγμένη εποχή.
Ο εμφύλιος πόλεμος, ο ΔΣΕ, η «Σλαβομακεδονική μειονότητα», οι 69 νεκροί, το «παιδομάζομα»
Όταν το 1946 ξεσπάει ο εμφύλιος πόλεμος το χωριό συντάσσεται με τους κομμουνιστές αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ), ο οποίος διακυρίσει την «εθνική ισοτιμία» για την «Σλαβομακεδονική μειονότητα» της περιοχής. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου το Μακροχώρι βομβαρδίζεται ανηλεώς από τον εθνικό στρατό και 69 Μακροχωρίτες χάνουν τη ζωή τους. Έτσι, οι αντάρτες του ΔΣΕ σε συνεννόηση με τους γονείς των παιδιών παίρνουν 219 παιδιά απ’ το χωριό και τα μετακινούν στις «Λαϊκές Δημοκρατίες» της Ανατολικής Ευρώπης όπου θα ήταν ασφαλή. Ο Νίκος Γιούτσος ήταν ένα απ’ αυτά τα παιδιά και βρέθηκε σε ορφανοτροφείο στην Ουγγαρία μαζί με τη μικρή του αδερφή. Ο μπαμπάς του είχε πεθάνει και η μαμά του έμεινε στην Ελλάδα και ξαναπαντρεύτηκε. Στην Ουγγαρία βρήκε γρήγορα τη διέξοδο του στο ποδόσφαιρο, αρχικά νε την ομάδα των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων – «Όλυμπος» και στην συνέχεια στην Τσέπελ όπου πλέον άρχισε να συζητιέται το όνομα του σε όλη την Ουγγαρία.
“Εγώ ο Nikolay Jucsov”
Ο Νίκος Γιούτσος ή Miklós Jucsov όπως ήταν το όνομά του στην Ουγγαρία ή Nikolay Jucsov όπως έχει βρεθεί αλλού καταγεγραμμένος στα αρχεία της ουγγρικής ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας, λοιπόν, ξεκίνησε να αγωνίζεται για την ουγγρική ποδοσφαιρική ομάδα Csepel (Τσέπελ) με την οποία κατέκτησε αρχικά το πρωτάθλημα της Β’ Εθνικής κι αργότερα την οδήγησε σε σημαντικές επιτυχίες στην Α’ Εθνική του ουγγρικού πρωταθλήματος. Τη διετία 1963-64 ο Γιουτσόφ της Τσέπελ θα σκοράρει 11 φορές και θα οδηγήσει την ομάδα στη μεγάλη κατηγορία. Οι Μαγυάροι θέλησαν να τον χρησιμοποιήσουν στην εθνική τους ομάδα, αλλά ο Γιούτσος (Γιούτσοφ για τους Ούγγρους) αρνήθηκε κατηγορηματικά, ενώ την ίδια ώρα στην Ελλάδα είχαν αρχίσει να φτάνουν οι πρώτες πληροφορίες για τον συμπατριώτη μας που διέπρεπε επί ουγγρικού εδάφους. Αυτό θα κεντρίσει το ενδιαφέρον του Έλληνα πρέσβη στη Βουδαπέστη, ο οποίος γνωρίζει την καταγωγή του Jucsov. Τότε αρχίζει μια σειρά επαφών και τελικά το 1964, πραγματοποιείται η μεταγραφή του Jucsov στον Ολυμπιακό με μεσολαβητή τον Μανώλη Γλέζο.

Πως ο Μανώλης Γλέζος μεσολάβησε για να έρθει στον Ολυμπιακό ο Νίκος Γιούτσος και να μην καταλήξει στην ΑΕΚ η οποία είχε κινηθεί για την απόκτησή του
Η επίσκεψη στην Αθήνα του Παππά, γραμματέα της ελληνικής πρεσβείας στη Βουδαπέστη για μία χειρουργική επέμβαση άνοιξε τον δρόμο της επιστροφής στον Γιούτσο. Ο Παππάς μίλησε για την περίπτωση του Έλληνα ποδοσφαιριστή στον γιατρό Βασίλη Χατζηγιάννη, ο οποίος ήταν παράγοντας στην ΑΕΚ. Οι «κιτρινόμαυροι» κινήθηκαν για την απόκτησή του, όμως βρήκαν μπροστά τους τον Ολυμπιακό. Συγκεκριμένα ο εκδότης της εφημερίδας «ΦΩΣ», Θόδωρος Νικολαΐδης, σε συνεργασία με τον τότε παράγοντα των «ερυθρόλευκων» βιομήχανο Άγγελο Λαναρά, τον Άρη Χρυσαφόπουλο, και τον Δημήτρη Γλέζο (συντάκτης στη Δημοκρατική Αλλαγή και φανατικός Ολυμπιακός), κινήθηκαν για την απόκτηση του. Ο Δημήτρης Γλέζος με παρότρυνση και ενέργειες του Θόδωρου Νικολαϊδη ταξίδεψε στη Βουδαπέστη, χρησιμοποίησε τις επαφές του ξαδέλφου του Μανώλη Γλέζου, που είχε δίοδο επικοινωνίας με την Ουγγαρία και ανοικτή γραμμή με τον τότε Ούγγρο προπονητή του Ολυμπιακού Ναντόρ Τσιέρνα και έπεισαν τον Γιούτσο να φορέσει τη φανέλα του Ολυμπιακού. Ο αστικός μύθος λέει πως ο Ολυμπιακός του είχε βγάλει διαβατήριο μιας χρήσης, με φωτογραφία από δημοσίευμα ουγγρικής εφημερίδας! Σε μια τεταμένη κοινωνικοπολιτική ατμόσφαιρα, σε μια Αθήνα που είχε κυριευτεί από παράλογους τρόμους για τη ‘σοβιετική απειλή’, η μεταγραφή του δεν ήταν εύκολη. Από τη μια, οι Μαγυάροι δεν επέτρεπαν εύκολα στα ταλέντα τους να εγκαταλείψουν τη χώρα κι από την άλλη, το Υπουργείο Εξωτερικών δεν έδινε εύκολα την υπηκοότητα σε κάποιον από την Ουγγαρία. Οι ψίθυροι από αντίπαλες ομάδες για “σχέδιο επαναπατρισμού των κομμουνιστών στην Ελλάδα” και πως ο Γιούτσος ήταν ο “Δούρειος Ίππος” αυτής της τακτικής, αποτελούν ενδείξεις μιας παράξενης, ψυχροπολεμικής εποχής, που οι πολιτικές σκοπιμότητες κι οι διεργασίες με ‘κλειστές πόρτες’ στιγμάτιζαν ανθρώπους για το παραμικρό. Μάλιστα, υπήρξαν και κάποιες εφημερίδες της εποχής, οι οποίες έγραφαν το επώνυμό του επίτηδες “Γιούτσωφ” (παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει τέτοια κατάληξη στα ουγγρικά), για να παραπέμπει σε σοβιετικό! Τελικά, κανένας κίνδυνος δεν θα εκδηλωθεί και κανένα σχέδιο κομμουνιστών δεν θα εφαρμοστεί στην ελληνική κοινωνία. Ο Γιούτσος θα λατρευτεί σαν ήρωας, θα γίνει ‘σημαία’ του Ολυμπιακού, παίζοντας συνολικά σε 499 αγώνες και σημειώνοντας 211 γκολ. Τη σεζόν 1971-1972 μάλιστα, θα γίνει ο στυλοβάτης μιας θρυλικής πρόκρισης κόντρα στην πανίσχυρη Κάλιαρι (2-1, 1-0) σκοράροντας και στους δυο αγώνες. Ο Γλέζος, με τη μεσολάβησή του, μπορεί να στέρησε από το ουγγρικό ποδόσφαιρο έναν θρυλικό παίκτη, αλλά έγινε ο άνθρωπος-κλειδί για τον επαναπατρισμό ενός σπουδαίου ποδοσφαιριστή, που αγάπησε τον Ολυμπιακό και αγαπήθηκε ακόμα περισσότερο από τους οπαδούς του. Μερικές δεκαετίες αργότερα, στις 7 Απριλίου 1999, θα συνοδέψει και την αποστολή της ΑΕΚ στο Βελιγράδι, για τη φιλική αναμέτρηση κόντρα στην Παρτιζάν, καθώς μαινόταν ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία. Ήταν υπεράνω ομάδων και υπέρ ανθρώπων ο Μανώλης Γλέζος.
«Παλιοκομμουνιστή, σήμερα θα πεθάνεις»
Ο Γιουτσόφ που έφυγε κυνηγημένο μειονοτικό προσφυγόπουλο από την Ελλάδα και γύρισε αναβαπτισμένος ως Γιούτσος για να λατρευτεί όσο λίγοι ως “ουγγρικό άλογο” έγινε τελικά δεκτός και στην Εθνική Ελλάδας, με την οποία αγωνίστηκε 15 φορές σημειώνοντας 6 γκολ. Το ντεμπούτο του πραγματοποιήθηκε στις 23 Μαΐου 1965 στον εκτός έδρας αγώνα εναντίον της Ε.Σ.Σ.Δ., για τα προκριματικά του Μουντιάλ 1966. Βέβαια, όταν κάποιοι αντίπαλοι οπαδοί ή ποδοσφαιριστές ήθελαν να τον νευριάσουν, θυμούνταν συγκεκριμένα πράγματα από το παρελθόν του: “Είμαι ο πιο ήρεμος ποδοσφαιριστής του κόσμου. Όλοι οι αντίπαλοί μου με βρίζουν χυδαία, αλλά εγώ κατορθώνω να συγκρατώ τα νεύρα και την αγανάκτησή μου. Πάντως πικραίνομαι γιατί ακούω να μου λένε πολλές απαράδεκτες χυδαιότητες όπως: «Παλιοκομμουνιστή, σήμερα θα πεθάνεις» και κάτι άλλες βρωμιές που ντρέπομαι να τις πω. Βέβαια, πολλοί παίκτες προσπαθούν με κάθε τρόπο να εκνευρίσουν τους αντιπάλους τους, αλλά δεν νομίζω ότι αυτό που συμβαίνει με μένα έχει προηγούμενο. Σε κάθε παιχνίδι ακούω φοβερά πράγματα. Πάντως, τους προειδοποιώ όλους: Ας λένε ό,τι θέλουν! Δεν πρόκειται να με νευριάσουν !”
Σε μια μοναδική συνέντευξή στην εφημερίδα “ΦΩΣ των σπορ” ο Γιούτσος περιγράφει το ανταρτεμένο Μακροχώρι και την προσφυγιά στην Ουγγαρία: “Δεν ήταν παιδομάζομα. Με το ζόρι δεν πήρανε κανέναν εκεί!”
~ Και με το καλό σας πήρανε, ή με παιδομάζωμα; Το χωριό μου ήταν έξω από την Καστοριά, το Μακροχώρι. Ήταν ανταρτοκρατούμενα μέρη αυτά. Με το ζόρι δεν πήρανε κανέναν εκεί! Μας πήρανε για να μην σκοτωθούμε γιατί βομβαρδίζανε. Και είπαν ότι πρόχειρα θα φεύγαμε και σύντομα θα γυρίζαμε πίσω… (χαμογελάει). Αλλά δεν γυρίσαμε. Επικρατήσανε οι άλλοι. Ο κυβερνητικός στρατός. ~ Οι γονείς σας ήρθαν μαζί σας στην Ουγγαρία; Όχι, με πήρανε μόνο μου, ένα παιδί ήμουν. Ο πατέρας μου είχε πεθάνει και η μάνα μου είχε ξαναπαντρευτεί. Στην Ουγγαρία πήγα με την αδερφή μου. ~ Και πού πήγατε, τι κάνατε; Εσωτερικός σε κολέγιο μέσα. ~ Ορφανοτροφείο; Κάτι τέτοιο αλλά σε πολύ υψηλότερα στάνταρτς. Κοιμόμασταν μέσα, τρώγαμε μέσα, σχολείο εκεί, μπάλα εκεί. Οργανωμένη εκπαίδευση στη μπάλα. Στην εκπαίδευση στον αθλητισμό έδιναν μεγάλη βάση τα κομμουνιστικά καθεστώτα τότε. Και παίρναμε και πολύ καλά λεφτά! ~ Και με μια Ουγγαρία εκείνη την εποχή μέσα στις καλύτερες εθνικές της Ευρώπης. Ήταν μέσα στις καλύτερες Εθνικές του κόσμου όλου! Διεκδικούσε να πάρει το Παγκόσμιο Κύπελλο.
Οταν δεν του έδιναν υπηκοότητα και δεν του επέτρεπαν να φύγει απο την Ελλάδα: Θα ζητήσω άσυλο στην Ουγγρική πρεσβεία των Αθηνών”! Είπε.
Κάποιοι παράγοντες του Ολυμπιακού δεν κράτησαν το λόγο τους. Αθέτισαν τις υποσχέσεις που του είχαν δοθεί. Αυτό τον οδηγεί στο να αποπειραθεί να φύγει. Φτάνει στο αεροδρόμιο αλλά δεν μπορεί να ταξιδέψει λόγω διαβατηρίου! Όμως ενώ μένει αναγκαστικά στην Ελλάδα, δεν μπορεί ούτε να αγωνιστεί με τον Ολυμπιακό καθώς δεν έχει λυθεί το θέμα της υπηκοότητάς του. Έτσι, περιορίζεται στη συμμετοχή σε φιλικές αναμετρήσεις. Αυτή την ιστορία την διηγείται ο ίδιος: (ΜΑΥΡΑ) “Είχα μάθει άλλο ποδόσφαιρο, έπαιζα άλλο ποδόσφαιρο. Όταν πρωτοήρθα εδώ έπαθα σοκ… ~ Δηλαδή; Είδα ένα χάλι και ήθελα να φύγω! Δεν είχε νορμάλ γήπεδα εδώ. Δεν είχαμε σοβαρό χορτάρι. Δεν είχαμε καλά- καλά νορμάλ ποδοσφαιρικά παπούτσια. Υπήρχαν μεγάλες διαφορές με την Ουγγαρία τότε.” Σε συνέντευξή του τον Νοέμβριο του 1964 ο Γιούτσος θα δηλώσει: “Θα φύγω οπωσδήποτε από την Ελλάδα. Στην ανάγκη, θα ζητήσω άσυλο στην ουγγρική πρεσβεία των Αθηνών! Τίποτα πια δεν με κρατάει εδώ”. -Τι σε έσπρωξε να πάρεις την απόφαση αυτή και να φύγεις κρυφά την Τρίτη το πρωί; «Ήθελα να δω τη γυναίκα μου». -Και πότε αποφάσισες το ταξίδι αυτό; «Τη Δευτέρα». -Μα τη Δευτέρα το πρωί είχες δηλώσει στην «Ομάδα» ότι θα έπαιζες την Κυριακή! «Ξέρετε, τη Δευτέρα το βράδυ είχα ένα τηλεφώνημα από τη Λιάνα, τη γυναίκα μου. Είναι έγκυος και άρρωστη. Έπρεπε, λοιπόν, να πάω στη Βουδαπέστη. Εξάλλου, μέχρι το Σάββατο θα επέστρεφα εδώ». -Είσαι βέβαιος πώς ήταν μόνο αυτή η αιτία; «Τι εννοείτε;» -Μήπως υπάρχει κάποια οικονομική διαφορά με τον Ολυμπιακό; «Όχι, όχι (γέλια). Αυτό το θέμα έχει κανονιστεί. Μου υποσχέθηκαν όσα τους ζήτησα. (Ανάβει τσιγάρο). Πάντως έχετε δίκιο. Δεν είναι μόνο η κατάσταση της γυναίκας μου που με κάνει να θέλω να φύγω. Με εξαπάτησαν». -Ποιοι; «Έχετε λίγη υπομονή. Θα σας τα εξηγήσω όλα, αλλά με τη σειρά. Λοιπόν, πριν από μερικούς μήνες ήρθε στη Βουδαπέστη κάποιος σαν απεσταλμένος του Ολυμπιακού και μου ζήτησε να έρθω στην Ελλάδα. Του απάντησα ότι το ουγγρικό πρωτάθλημα δεν είχε ακόμη τελειώσει και ότι είχα υποχρεώσεις προς την Τσέπελ. Τελικά, πείστηκε και περίμενε. Το πρωτάθλημα σταμάτησε και θα έπρεπε να πάω με την ομάδα μου στην Γκάνα και στο Μαρόκο για ορισμένα φιλικά ματς. Δήλωσα ότι θα πήγαινα κι εγώ μαζί. Τρεις, όμως, μέρες πριν αναχωρήσουμε για την Αφρική, ύστερα από πιέσεις του απεσταλμένου, αποφάσισα να ξαναγυρίσω στην πατρίδα μου. Έτσι θα μπορούσα να δω και τη μητέρα μου που είναι στην Καστοριά. Ο προπονητής μου όταν το έμαθε έγινε έξω φρενών. Και δεν τον αδικώ καθόλου. Γιατί τα διαβατήρια μας είχαν ήδη ετοιμαστεί και ήταν δύσκολο στο χρονικό διάστημα που απέμενε να γίνουν τα «χαρτιά» του αντικαταστάτη μου. Τελικά, όμως, και ο προπονητής και οι ιθύνοντες την ομάδα αντιμετώπισαν το θέμα σαν άνθρωποι και όχι σαν παράγοντες και μου έδωσαν άδεια μερικών ημερών για να πραγματοποιήσω την επιθυμία μου αυτή. Τους υποσχέθηκα πριν φύγω ότι θα επέστρεφα είτε για να πάρω την ελευθέρα μεταγραφή μου είτε για να παραμείνω εκεί. Άλλωστε, ο απεσταλμένος διαβεβαίωσε τόσο εμένα όσο και το Υπουργείο Εξωτερικών της Ουγγαρίας ότι οποιαδήποτε στιγμή ήθελα, θα μπορούσα να επιστρέψω. Άλλη μια συμφωνία που κάναμε και που ασφαλώς θα την έχει «ξεχάσει». Μετά απ’ όλα αυτά είχα αποφασίσει να φέρω ο ίδιος στην Αθήνα τη σύζυγό μου από τη Βουδαπέστη. Όταν έφτασα στην Αθήνα μου επανέλαβαν τα ίδια λόγια και πολλοί «υψηλά ιστάμενοι» παράγοντες του Ολυμπιακού: «Μετά από δυο εβδομάδες μπορείς να ξαναπάς πίσω». Ύστερα, όμως, από λίγες ημέρες, οι ίδιοι αυτοί μου έλεγαν ότι θα έπρεπε να μείνω το λιγότερο έναν μήνα στην Ελλάδα για να μπορέσω να παίξω στο πρωτάθλημα γιατί αν έφευγα πριν από το χρονικό αυτό διάστημα, όταν θα ξαναρχόμουν, θα έπρεπε να περιμένω άλλον έναν μήνα ώσπου να μου δοθεί η άδεια να αγωνιστώ και δεν θα λαμβανόταν υπόψιν η προηγούμενη παραμονή μου εδώ. Μόνο πριν από μια εβδομάδα μου είπαν ορθά-κοφτά πώς δεν μπορώ να εγκαταλείψω το ελληνικό έδαφος. Δεν τους πίστεψα… Αλλά είχαν δίκιο. Μου την έφεραν λοιπόν ή όχι;” Τελικά, ο Γιούτσος θα μείνει στον Ολυμπιακό και θα τον οδηγήσει στο πρώτο του πρωτάθλημα μετά από έξι χρόνια.


Σχόλια