Ξέρεις από βέσπα;

Από το efsyn.gr / 
ΝΗΣΙΔΕΣ / Παύλος Μεθενίτης
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η ιταλική Piaggio ξαναλειτουργεί τις κατεστραμμένες μονάδες παραγωγής της που παλιότερα κατασκεύαζε μαχητικά αεροσκάφη. Ο γιος του ιδρυτή της Piaggio, Ενρίκο Πιάτζιο, αποφασίζει, για να σώσει την επιχείρηση, να αρχίσει την παραγωγή της βέσπας που θα αποτελούσε ένα οικονομικό μεταφορικό μέσο για τον λαό. Βέσπα σημαίνει στα ιταλικά σφήκα

Στην ταινία «Τρελός, παλαβός και Βέγγος» του 1967, παραγωγής και σκηνοθεσίας Θανάση Βέγγου, εικονίζεται ο πρωταγωνιστής να τρέχει του σκοτωμού με ένα μηχανάκι δίπλα σε ένα σπορ αυτοκίνητο, ρωτώντας αγωνιωδώς τον απορημένο οδηγό του αν ξέρει από βέσπα.

Το ωραίο βέβαια είναι πως το δίκυκλο που οδηγεί ο Βέγγος σ’ αυτή την ξέφρενη κωμωδία του εφαρμοσμένου σουρεαλισμού, δεν είναι βέσπα! Δηλαδή, δεν είναι της ιταλικής εταιρείας μοτοσικλετών Piaggio, που λάνσαρε το 1946 τη θρυλική «Vespa», δηλαδή «σφήκα», λόγω του θορύβου του κινητήρα της. Η βέσπα, η μικρή μοτοσικλέτα τύπου σκούτερ, αγαπήθηκε τόσο πολύ από τους δικυκλιστές παγκοσμίως, ώστε από κύριο όνομα έγινε ουσιαστικό, ορίζοντας τα μηχανάκια μικρού κυβισμού γενικότερα, όπως αυτό που οδηγεί ο Βέγγος στην ταινία. Το οποίο μάλλον είναι μια Φλορέτα πενηντάρα, (Florett 50cc), ένα επίσης διαδεδομένο δίτροχο στην Ελλάδα του ’60 και του ’70, γερμανικής κατασκευής από την Kreidler – στα γερμανικά, Florett σημαίνει «ξιφίδιο».

Η ιστορική Φλορέτα του Βέγγου είναι μια μοτοσικλέτα μικρού κυβισμού κι όχι ένα σκούτερ. Η διαφορά, χονδρικά, είναι πως στις μοτοσικλέτες ο κινητήρας είναι ακριβώς κάτω από το σώμα του αναβάτη, στη μέση της μηχανής, ενώ στα σκούτερ το μοτέρ είναι πίσω από τον οδηγό, που κάθεται και δεν καβαλάει, με τα πόδια του προστατευμένα από την ποδιά του σκούτερ. Βολικό, εάν προγραμματίζεις έξοδο με το κορίτσι, ή το αγόρι σου, έχεις ντυθεί αναλόγως, και δεν θέλεις να λερωθούν τα παπούτσια σου από τα βρομόνερα του δρόμου. Θυμηθείτε την αέρινη, με το λευκό φουστάνι της, Οντρεϊ Χέπμπορν, να οδηγεί τη βέσπα της στη Ρώμη, και τον Γκρέγκορι Πεκ συνεπιβάτη, κομψότατο με γκρι κοστούμι, στην ταινία «Διακοπές στη Ρώμη» του 1953, σκηνοθεσίας Γουίλιαμ Γουάιλερ.

Το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας ορίζει τη λέξη «σκούτερ» ως «μηχανοκίνητο δίκυκλο όχημα με μικρό κυβισμό, κατάλληλο για μετακινήσεις μέσα στην πόλη» – συνώνυμα: «βέσπα» και «μοτοποδήλατο». Η αγγλική λέξη «scooter» είναι από το «scoot», δηλαδή «τρέχω με μεγάλη ταχύτητα, εφορμώ», πιθανώς από το αρχαίο σκανδιναβικό «skota», «σπρώχνω», ή «skjota», «πυροβολώ, εξακοντίζω». Τώρα βέβαια, τα παλιά σκουτεράκια να εφορμούν, ή να εξακοντίζονται, μάλλον δύσκολο, μιας και η ταχύτητα σίγουρα δεν ήταν μέσα στις αρετές τους – η πρώτη βέσπα ζήτημα ήταν αν έπιανε τα 60, όταν η Φλορέτα του Βέγγου άγγιζε τα 80 χιλιόμετρα την ώρα.Τα μικρής ιπποδύναμης δίτροχα ήταν φτιαγμένα όχι για κόντρες, αλλά για να πηγαίνει ο κόσμος στη δουλειά του και να κάνει και μια εκδρομούλα την Κυριακή μέχρι την Κινέτα, λέμε τώρα.

Μια άλλη λέξη για τα δίτροχα που όργωσαν τους ελληνικούς δρόμους, τις αμμουδιές, τα βουνά και τα λαγκάδια, ήταν βέβαια και το «μοτοσακό». Κι αυτό παλιότερα χαρακτήριζε μια κατηγορία δικύκλων, τα μοτοποδήλατα, που μετά τα είπαμε «παπάκια». Για τον όρο «μοτασακό» διίστανται οι ετυμολογικές απόψεις: το λεξικό λέει πως προέρχεται από το ιταλικό «motosacco»,(moto και sacco), από τον σάκο, δηλαδή τα σακίδια που είχε το μηχανάκι πίσω από τη σέλα για τα ψώνια. Αλλιώς, το «μοτοσακό» προκύπτει από την παλιά ελβετική/γαλλική εταιρεία κινητήρων Motosacoche.

Οπως και να ’χει, το καλοκαιράκι είναι η ιδανική εποχή για μηχανή ή μηχανάκι, παπί, πρα-πρα, γκάζι, μοτοσακό, μοτοποδήλατο, μοτόρι, σκούτερ, μοτό και βέβαια βέσπα. Πάντα όμως με κράνος – όχι όπως οδηγούσε ο αγαπημένος Θανάσης.

Σχόλια