Πίσω από την κάλπη



Χαρακτηριστικό δείγμα προπαγάνδας της φωτισμένης και δημοκρατικής Ν.Δ. του εθνάρχη Καραμανλή: το ΠΑΣΟΚ ως Δούρειος Ιππος κομμουνιστών, αναρχικών και άλλων ανατροπέων του «αστικού καθεστώτος». Το σκίτσο πρωτοδημοσιεύτηκε στο επίσημο κομματικό όργανο «Νέα Πορεία» κι από εκεί σε προεκλογικό έντυπο του 1981.ΑΡΧΕΙΟ
Από το efsyn.gr / ΚΡΥΦΑ ΧΑΡΤΙΑ / Τ.ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
Μικρός απολογισμός του εκλογικού σεισμού της 21ης Μαΐου
Οι εκλογές και τα δημοψηφίσματα δεν είναι καλλιστεία για να κριθούν από μια πετυχημένη αμφίεση, ένα κακό μακιγιάζ ή μια λάθος κίνηση στην προεκλογική πασαρέλα. Αποτυπώνουν τον πραγματικό συσχετισμό δύναμης που επικράτησε σε μια κοινωνία το προηγούμενο διάστημα, σε δύο κυρίως κομβικά επίπεδα. Το ένα είναι η πολιτικοϊδεολογική ηγεμονία: το αφήγημα που επικρατεί στους κόλπους αυτής της κοινωνίας για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της, για τις αιτίες των προβλημάτων της και τις εφικτές δυνατότητες αντιμετώπισής τους.

Το δεύτερο, είναι αυτό που λέγαμε κάποτε ταξική πάλη: η έκβαση των κοινωνικών συγκρούσεων της προηγούμενης περιόδου, η γείωση των αντιμαχόμενων πολιτικών σχηματισμών σε συγκεκριμένους κοινωνικούς χώρους σε συνδυασμό με την έμπρακτη στήριξη κι εκπροσώπηση των συμφερόντων τους. Πολιτικοϊδεολογική ηγεμονία και υλικοί δεσμοί που κανένα μιντιακό σύμπαν δεν μπορεί εύκολα να απειλήσει και για την αποδόμηση των οποίων απαιτείται μακροχρόνια, συστηματική προσπάθεια – και, στο μεσοδιάστημα, κάθε καναλάρχης που σέβεται τα συμφέροντά του είναι υποχρεωμένος να λαμβάνει υπόψη, αν όχι να σέβεται (ή, έστω, να παριστάνει ότι σέβεται).

«Θέλω να απευθυνθώ όχι μόνο στους προοδευτικούς πολίτες, αλλά και στους ψηφοφόρους της Νέας Δημοκρατίας. Εχει καμία σχέση αυτή η συμπεριφορά [του Κυριάκου Μητσοτάκη] με τους δικούς τους κώδικες αξιών, με τις αξίες της παράταξης που ίδρυσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής;» | Αλέξης Τσίπρας (πλατεία Συντάγματος, 18.5.2023)

Καθόλου περίεργο, λοιπόν, που οι πρόσφατες εκλογές κατέληξαν σε πανωλεθρία του ΣΥΡΙΖΑ, θρίαμβο της κυβέρνησης Μητσοτάκη και ήττα εν γένει της Αριστεράς (εκτός αν θεωρήσουμε «νίκη» τη θετική πλην μίζερη άνοδο των ποσοστών του ΚΚΕ κατά 1,93%, μόλις το ένα έκτο δηλαδή των απωλειών του ΣΥΡΙΖΑ, τη στιγμή που η Ν.Δ. αύξησε τις ψήφους της κατά 156.242 και το συνολικό ποσοστό Δεξιάς κι Ακροδεξιάς ξεπέρασε το 51%). Οπως εύστοχα επισήμανε ο Πάνος Κοσμάς σε τούτην εδώ την εφημερίδα (23/5), στην καλύτερη –κατά τη γνώμη μου– ανάλυση που δημοσιεύτηκε μέχρι σήμερα για τη λαϊκή ετυμηγορία της 21ης Μαΐου, οι κάλπες επιβεβαίωσαν αυτό που ήταν ήδη ορατό σε όσους βλέπουν πέρα από τον ευνουχιστικό κλωβό των οικείων social media: την ανάδυση ενός συμπαγέστατου μπλοκ εξουσίας, βαθιά γειωμένου στα λεγόμενα «μεσαία στρώματα» (ακριβέστερα: στη δυναμικότερη μερίδα τους), στρώματα που νιώθουν σαφώς κερδισμένα από την κυβερνητική πολιτική όσον αφορά τις εργασιακές σχέσεις, τη φορολογία, την άρση κάθε περιβαλλοντικής προστασίας και το μάννα των κάθε είδους επιχορηγήσεων. Μπλοκ ιδεολογικά μπετοναρισμένου με μια νέα εκδοχή εθνικοφροσύνης κι ενθουσιασμένου από το γεγονός ότι ο Κυριάκος, σε αντίθεση με τον Τσίπρα, τήρησε απαρέγκλιτα τη δική του βασική υπόσχεση: να πάρει πίσω ό,τι είχε απομείνει από τις θεσμικές κατακτήσεις και το ιδεολογικό εποικοδόμημα της επάρατης Μεταπολίτευσης, εγκαθιδρύοντας την «κυβερνωμένη και ουχί κυβερνώσα δημοκρατία» που οραματιζόταν τη δεκαετία του 1960 (αλλά δεν κατόρθωσε να οικοδομήσει το 1974-1980) ο εθνάρχης Καραμανλής.

Οι αναγκαίες κοινωνικές συμμαχίες αυτού του ηγεμονικού μπλοκ με μερίδα των λαϊκών στρωμάτων εξασφαλίστηκαν αφ’ ενός μεν χάρη σ’ αυτή την επικαιροποιημένη εθνικοφροσύνη (ελληνοχριστιανισμός, τουρκοφαγία, εξοπλιστικά προγράμματα, συμπαράταξη με τους ισχυρούς της Δύσης, αντιμεταναστευτική ρητορική επικυρωμένη με στρατόπεδα συγκέντρωσης κι επαναπροωθήσεις, συμβολική ανάδειξη του «νόμου» και της «τάξης» σε κυρίαρχες αξίες, κατασκευή και στοχοποίηση του εσωτερικού εχθρού), αφ’ ετέρου δε χάρη στα υλικά συμφραζόμενα του πατερναλιστικού κεϊνσιανισμού που εφαρμόστηκε κατά τη διαχείριση της πανδημίας του κορονοϊού, αρχικά, και των πακέτων του Ταμείου Ανάκαμψης, στη συνέχεια.

Το αποτελεσματικότερο προεκλογικό μήνυμα της Ν.Δ. ήταν ο διαρκής τηλεοπτικός βομβαρδισμός των ψηφοφόρων με την υπενθύμιση πως ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε πρόσφατα κατά 20% – και τη συνακόλουθη «δέσμευση» για μελλοντική αύξησή του (και του μέσου μισθού) κατά 25% μέσα στην επόμενη τετραετία: υπόσχεση απείρως θελκτικότερη, για όσους έχουν την ανάγκη κάπου να πιστέψουν, από τις γενικόλογες (και όχι ιδιαίτερα πιστευτές) αοριστίες περί «δικαιοσύνης για όλους»…

Μια προαναγγελθείσα ήττα
Αυτά, όσον αφορά τη νίκη της Δεξιάς. Τα ίδια ακριβώς αίτια οδήγησαν όμως και στην άλλη πλευρά του νομίσματος, την ήττα της Αριστεράς (και κυρίως της βασικής συνιστώσας της, που διεκδικούσε την εξουσία). Ο συσχετισμός δυνάμεων κρίθηκε εδώ από το επίπεδο αυτού που αποτελούσε ανέκαθεν το εφαλτήριο και τον λόγο ύπαρξης κάθε Αριστεράς: οι εργατικοί και άλλοι μαζικοί αγώνες της τελευταίας τετραετίας δεν υπήρξαν μόνο άκρως περιορισμένοι· αποδείχτηκαν επίσης κατά κανόνα αναποτελεσματικοί, γεννώντας ακόμη μεγαλύτερη αποθάρρυνση. (Μοναδικές νικηφόρες εξαιρέσεις, η προσωρινή απόκρουση της πανεπιστημιακής αστυνομίας από τους φοιτητές και το νεανικό ξέσπασμα της 9ης Μαρτίου 2021 στη Νέα Σμύρνη – έκρηξη ανεπάντεχη και πολιτικά ανεξέλεγκτη, η απήχηση της οποίας σε ευρύτατα στρώματα νεολαίας πανικόβαλε τον πρωθυπουργό, επιφέροντας τον άμεσο τερματισμό της ασφυκτικής αστυνομοκρατίας που είχε επιβληθεί στις γειτονιές με αφορμή και πρόσχημα την πανδημία.)

Οι ρίζες αυτής της αδράνειας πρέπει ν’ αναζητηθούν εν μέρει στον «γύψο» της δίχρονης καραντίνας, που εισήγαγε τους πολίτες σε μια κουλτούρα στρατιωτικοποιημένης πειθαρχίας, κυρίως όμως στην ηττοπάθεια που καλλιέργησε στα πληττόμενα λαϊκά στρώματα η εγκατάλειψή τους από μια αξιωματική αντιπολίτευση εμμονικά προσκολλημένη στην άκαρπη διεκδίκηση της πολύφερνης «μεσαίας τάξης». Συμπληρωματικά προς αυτήν την αναδίπλωση λειτούργησε και η αλλαγή υποδείγματος κομματικής συγκρότησης, με υποκατάσταση του «παλιομοδίτικου» ΣΥΡΙΖΑ από έναν (ακόμη πιο παλιομοδίτικο) μηχανισμό, η εξωστρεφής λειτουργία του οποίου φαίνεται πως περιορίζεται στο χειροκρότημα του προέδρου και τις ζητωκραυγές για την επερχόμενη νίκη.

Η σημαντικότερη ήττα της Αριστεράς δεν σημειώθηκε όμως στο πεζοδρόμιο, αλλά στο ιδεολογικό πεδίο, με τη ρητή ή υπόρρητη αποδοχή κι αναπαραγωγή βασικών στοιχείων του ηγεμονικού αφηγήματος της Δεξιάς όσον αφορά το παρελθόν (ξέπλυμα Καραμανλήδων, άρνηση υπεράσπισης των αγώνων του 2010-2012 και του δημοψηφίσματος του 2015, αναγόρευση των μνημονίων σε «σωτηρία της πατρίδας»), την εθνική ασφάλεια (πλήρως στα ελληνοτουρκικά, εν μέρει όμως και ως προς το προσφυγικό – αποκαλυπτική η επιλογή του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ στη διάρκεια του ντιμπέιτ να αποφύγει οποιαδήποτε αναφορά στις παράνομες επαναπροωθήσεις προσφύγων), την ανάγκη προστασίας των επενδυτών από κάθε κριτική (εξαιρετικά εύγλωττα όσα συνέβησαν την τελευταία τετραετία γύρω από το Νεώριο της Σύρου), την πρωτοκαθεδρία της δημόσιας τάξης απέναντι στα κοινωνικά δικαιώματα (υπερψήφιση από σύμπασα την αντιπολίτευση –πλην ΜέΡΑ25– του ειδικού επιδόματος για αστυνομικούς και λιμενικούς, φτύνοντας κατάμουτρα υγειονομικούς, εκπαιδευτικούς και λοιπούς δημόσιους υπαλλήλους) κ.ο.κ.

Την πιο εντυπωσιακή απόδειξη αυτής της καταστροφικής ευθυγράμμισης την έδωσε κι εδώ ο Αλέξης Τσίπρας, όταν κατά τη διάρκεια του ντιμπέιτ «ξέχασε» όλες τις αποκαλύψεις για την τραγωδία των Τεμπών (από την αποψίλωση του προσωπικού του ΟΣΕ μέχρι την αχρήστευση του συστήματος τηλεδιοίκησης μετά το 2019) και αναπαρήγαγε αυτούσια την εκδοχή Μητσοτάκη για το συμβάν, εντοπίζοντας την ευθύνη αποκλειστικά και μόνο στον ακατάλληλο σταθμάρχη: «Ενα κομματικό ρουσφέτι, μια παράνομη μετάταξη ενός ανθρώπου ο οποίος δεν είχε ειδίκευση, δεν είχε εκπαίδευση, οδήγησε στο θάνατο 57 ανθρώπους». Πολιτικοϊδεολογική συνθηκολόγηση που αφαιρεί κάθε νόημα από τις (αναμενόμενες και τετριμμένες) αντιπολιτευτικές κραυγές, οι τόνοι των οποίων συνήθως ανεβαίνουν όσο λιγοστεύουν οι διαφορές επί της ουσίας.

Οι περισσότερες απ’ αυτές τις ιδεολογικοπολιτικές κυβιστήσεις αφορούν βέβαια κυρίως τον ΣΥΡΙΖΑ· είναι δε αλήθεια πως οι δυνάμεις εκείνες της Αριστεράς που πρόβαλαν (ή δοκίμασαν να προβάλουν) κάποιο διαφορετικό αφήγημα δεν είχαν τελικά πολύ καλύτερη τύχη στην κάλπη. Στην πολιτική, ωστόσο, και δη όταν μιλάμε για μετατοπίσεις ολόκληρων κοινωνιών, η διάδοση και η πειστικότητα μιας επιχειρηματολογίας εξαρτώνται άμεσα από το μέγεθος του φορέα της: αυτοί που λαμβάνονται υπόψη από τους πολίτες (και διαμορφώνουν τη συμπεριφορά τους) είναι κυρίως όσοι μπορούν να κάνουν τα λόγια τους πράξη· από πολύ λιγότερο κόσμο όσοι έχουν προοπτική κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης κι από ελάχιστους μόνο όσοι στερούνται εκ προοιμίου ακόμη κι αυτή την τελευταία (η ψήφος προς τους οποίους ισοδυναμεί, τουτέστιν, με ιδεολογικά χρωματισμένο «λευκό»).

Ακόμη πιο κρίσιμος παράγοντας πολιτικοϊδεολογικής ηγεμονίας είναι η διαθεσιμότητα των εκατέρωθεν οργανικών διανοουμένων να συμβάλουν ενεργά στη διεκδίκησή της. Εδώ δε, η υπεροπλία της Δεξιάς αποδεικνύεται συντριπτική: οι επιφανέστεροι και θεσμικά πιο καθιερωμένοι από τους διανοουμένους της έχουν εμπλακεί εδώ και δύο, περίπου, δεκαετίες σε μια αποφασιστική και συντονισμένη εξόρμηση που αποσκοπεί ρητά στη δραστική μετάλλαξη του κυρίαρχου ιστορικοπολιτικού αφηγήματος, με αξιοσημείωτη επιτυχία τα τελευταία χρόνια· οι περισσότεροι από τους αριστερούς ομολόγους τους, αντίθετα, είτε νοσταλγούν απλώς αρχαίες δάφνες είτε ομνύουν στο εθνοενωτικό όραμα μιας επιστήμης υπεράνω πολιτικών διχασμών…

Σχεδόν πενήντα χρόνια
Από το σημερινό αφιέρωμά μας μέχρι τις εκλογές της 25ης Ιουνίου θα σκιαγραφήσουμε συνοπτικά τις τέσσερις φάσεις από τις οποίες πέρασε τον τελευταίο μισό αιώνα η ελληνική πολιτική ζωή και πώς αυτές αποτυπώθηκαν κάθε φορά στον εκλογικό χάρτη. Αρχής γενομένης από τη Μεταπολίτευση του 1974 και την (αδιανόητη τότε για πολλούς) άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, επτά χρόνια αργότερα.

Από τον εθνάρχη στον Αντρέα
Εκλογές και ταξική πάλη στην Ελλάδα μετά τη Μεταπολίτευση.
Μέρος Α’, 1974-1981
Η πρώτη φάση της Μεταπολίτευσης, από την κατάρρευση της χούντας στις 23 Ιουλίου 1974 μέχρι την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ στις 18 Οκτωβρίου 1981, χαρακτηρίστηκε από μια συνεχή αριστερόστροφη πολιτική και ιδεολογική μετατόπιση, που μετέτρεψε σταδιακά μια συντηρητική κοινωνία με σαφή δεξιά πλειοψηφία (54,45% το 1974 και 49,74 το 1977, με την προσθήκη δε της Κεντροδεξιάς 76,04% κι 61,69%, αντίστοιχα) στο ακριβώς αντίθετό της: εν έτει 1981 το ΠΑΣΟΚ απέσπασε το 48,6%, οι ποικίλοι σχηματισμοί της κομμουνιστικής Αριστεράς -με κυρίαρχο το ΚΚΕ- 12,5%, η Ν.Δ. κατέβηκε στο 35,9% και η ευρύτερη λοιπή Δεξιά στο 3,3%· το «μπλοκ της Αλλαγής», η άτυπη συμπόρευση του ΠΑΣΟΚ με την Αριστερά, σκαρφάλωσε έτσι μέσα σε μια επταετία από μόλις 23% σε πάνω από 60%.

Η μεταβολή αυτή δεν προέκυψε στα καλά καθούμενα. Γεννήθηκε μέσα από μια παρατεταμένη ζύμωση που κράτησε χρόνια κι αγκάλιασε σχεδόν κάθε γωνιά της Ελλάδας, με πρωτοπόρους συχνά τους φοιτητές που μεταλαμπάδευσαν τις νέες ιδέες (και τη λυτρωτική χειραφέτηση από τη σκιά του ρουφιάνου και του χωροφύλακα) σε περιοχές που τα πρώτα χρόνια μετά την αλλαγή του 1974 εξακολουθούσαν να ζουν σ’ ένα κλίμα διάχυτου μετεμφυλιακού τρόμου.

Κυρίως, όμως, επιτεύχθηκε χάρη στην αισιοδοξία της βούλησης όσων πίστεψαν στη δυνατότητά τους να αλλάξουν τον κόσμο σε μικρό ή μεγάλο βαθμό. Αν το ΠΑΣΟΚ και η κομμουνιστική Αριστερά της Μεταπολίτευσης προσάρμοζαν τα κηρύγματα, τις επαγγελίες και τα οράματά τους στα (ευτυχώς, πρωτόλεια τότε) γκάλοπ, η Δεξιά δεν θα ’φευγε ποτέ από την εξουσία.


Καραμανλής αντί τανκς
Στις πρώτες μεταδικτατορικές εκλογές η νεοσύστατη Ν.Δ. του Καραμανλή κυριάρχησε ολοκληρωτικά, αποσπώντας ένα ανεπανάληπτο 54,37% των ψήφων και 220 βουλευτές, ως η μόνη δύναμη που (ελέω παρελθόντος) μπορούσε να διασφαλίσει τη μακροημέρευση της δημοκρατικής τομής, σε μια εποχή κατά την οποία -σύμφωνα με εμπιστευτική ανάλυση του ίδιου του εθνάρχη προς τους υπουργούς του- «το αίσθημα ότι έγιναν αφεντικά έκανε όλον τον Στρατόν Χούνταν». Μολονότι υποψήφιος της Ενωμένης Αριστεράς, ο Μίκης Θεοδωράκης συνόψισε το δίλημμα των εκλογών στο δίπολο «Καραμανλής ή τανκς»· όπως αποδείχθηκε δε, είπε απλώς φωναχτά όσα πολλοί, λιγότερο διάσημοι, είχαν έτσι κι αλλιώς κατά νου.

Στα ελάσσονα ντέρμπι της ίδιας Κυριακής, το ΠΑΣΟΚ -που κατέβηκε με το μάλλον πρόωρο σύνθημα «Στις 18 σοσιαλισμός»- έχασε για τα καλά από τη συντηρητικότερη «Ενωση Κέντρου – Νέες Δυνάμεις» του κάθε άλλο παρά χαρισματικού Γεωργίου Μαύρου, με σκορ 13,6% - 20,4%. Οσο για την κομμουνιστική Αριστερά, που κατέβηκε θεωρητικά «Ενωμένη», στην πραγματικότητα έζησε έναν υπόγειο εμφύλιο ανάμεσα στις αντίζηλες συνιστώσες της: το ΚΚΕ και τη συμμαχία ΕΔΑ (επισήμως) και ΚΚΕ Εσωτερικού (ανεπισήμως, καθώς από το ΚΚΕ δεν θεωρούνταν «κόμμα» -και δη κομμουνιστικό- αλλά απλώς μια «Αναθεωρητική Ομάδα»). Επικράτησε το πρώτο, ως επίσημος αντιπρόσωπος του διεθνούς (σοβιετικού) μοντέλου, εκλέγοντας 5 βουλευτές έναντι 2 του ΚΚΕσ. κι 1 της ΕΔΑ· τα επόμενα χρόνια θα γιγαντωθεί, όχι μόνο χάρη στην αίγλη που χάριζε τότε η ταύτισή του με τις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού», αλλά και λόγω των θανάσιμων λαθών του αντίπαλου δέους. Υποτιμώντας τη σταθεροποίηση του νέου καθεστώτος, το ΚΚΕσ. εξακολούθησε γαρ μέχρι το 1977 να υποστηρίζει την πολιτική «Εθνικής Αντιδικτατορικής Δημοκρατικής Ενότητας» (ΕΑΔΕ) με την κοινοβουλευτική Δεξιά, στρέφοντας την πλάτη στα ριζοσπαστικά κοινωνικά κινήματα της περιόδου.

Ανάλογη περιθωριοποίηση υπέστη σταδιακά και το άλλο άκρο του χώρου: οι (ως επί το πλείστον φοιτητικές) οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, που παρέμειναν συναισθηματικά καθηλωμένες στο πρόσφατο παρελθόν, διακηρύσσοντας ότι «δεν έγινε ο Νοέμβρης για τον Καραμανλή» κι ευαγγελιζόμενες «ένα, δύο, τρία, πολλά Πολυτεχνεία».

Το πρώτο τέλος της Μεταπολίτευσης
Το δημοκρατικό άνοιγμα του 1974, με τη διαρκή (θεσμική ή άτυπη) διεύρυνση των λαϊκών ελευθεριών, δεν κράτησε επ’ αόριστον. Τον Μάρτιο του 1976, ο Καραμανλής εισηγήθηκε στο υπουργικό συμβούλιο την αμείλικτη πάταξη των απεργιών, τη δικαστική περιστολή της Αριστεράς και την εξαπόλυση επικοινωνιακής αντεπίθεσης από κυβέρνηση και Ν.Δ., τονίζοντας πως «οι λαοί κυβερνώνται διά της διαφωτίσεως, διά της πειθούς και διά των κυρώσεων»· όπως διαπιστώνουμε από τα πρακτικά της ιστορικής αυτής συνεδρίασης, ιδιαίτερη ανησυχία προκαλούσε στον εθνάρχη η αποξένωση μιας μερίδας της σκληρής Δεξιάς, που δεν μπορούσε να ανεχθεί ούτε το φιλελεύθερο κλίμα των νέων καιρών αλλά ούτε κι εκσυγχρονιστικά κυβερνητικά μέτρα, όπως η αναγνώριση της δημοτικής ως επίσημης γλώσσας του κράτους (βλ. αναλυτικά «Το πρώτο τέλος της Μεταπολίτευσης», «Εφ.Συν.», 11.3.2016). Ακολούθησαν η θέσπιση του αντεργατικού Ν. 330/76, με τον οποίο τσακίστηκε το εργοστασιακό συνδικαλιστικό κίνημα, η ουσιαστική απαγόρευση των διαδηλώσεων μέχρι το 1980, η θέσπιση του πρώτου «αντιτρομοκρατικού» νόμου (1978) και μια αποτυχημένη απόπειρα επαναφοράς της διοικητικής εκτόπισης.

Οι εκλογές της 20ής Νοεμβρίου 1977 επιβεβαίωσαν σε μεγάλο βαθμό τους φόβους Καραμανλή: το ποσοστό της Ν.Δ. κατέβηκε στο 41,84%, με την ακροδεξιά Εθνική Παράταξιν να αποσπά ένα 6,82% − ποσοστό που από τους πάντες (της CIA συμπεριλαμβανομένης) θεωρήθηκε πάντως εξαιρετικά χαμηλό για τις συνθήκες της εποχής. Ο πραγματικός σεισμός σημειώθηκε ωστόσο αλλού: η «υπεύθυνη» αντιπολίτευση της Ενωσης Δημοκρατικού Κέντρου (ΕΔΗΚ), με επικεφαλής τον «σώφρονα» Γεώργιο Μαύρο, βούτηξε από το 20,4% στο 11,95%, ανοίγοντας τον δρόμο στο θορυβώδες, ριζοσπαστικό ΠΑΣΟΚ του Αντρέα («αριστερά της αριστεράς», κατά τον Καραμανλή), που είδε το ποσοστό του να διπλασιάζεται στο 25,34%.

Αντίστοιχο ξεκαθάρισμα σημειώθηκε και στην Αριστερά, με το ΚΚΕ να επικρατεί συντριπτικά, με 9,36%, πάνω στη «Συμμαχία Προοδευτικών και Αριστερών Δυνάμεων» του ΚΚΕσ. και της ΕΔΑ με ελάσσονες δυνάμεις της Κεντροαριστεράς (Σοσιαλιστική Πορεία, Σοσιαλιστική Πρωτοβουλία) και της Κεντροδεξιάς (Χριστιανική Δημοκρατία), που με 2,72% έβγαλε ξανά δύο βουλευτές. Αντιδρώντας με έναν εξαιρετικά γνώριμο τρόπο, η ηγεσία του ΚΚΕσ. θα αποφανθεί πως «ο λαός έχει δικαίωμα να σφάλλει» και θα διαγράψει επ’ αριστερισμώ το μεγαλύτερο μέρος της νεολαίας του, της ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος, που αναζητούσε σοβαρότερα αίτια της ήττας.

Οσο για την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, που για πρώτη φορά επιχείρησε εκλογική κάθοδο ορατή στις ευρύτερες μάζες, επιβεβαίωσε το χάσμα που χώριζε τους πανεπιστημιακούς χώρους από την υπόλοιπη κοινωνία: το Επαναστατικό Κομμουνιστικό Κίνημα Ελλάδας (ΕΚΚΕ) πήρε 0,23%, η Λαϊκή Δημοκρατική Ενότητα (ΛΔΕ) του ΚΚΕ (μ-λ) 0,17%, η ΕΔΕ-Τροτσκιστές 0,05% και η Κ.ΠΟ. Μαχητής 0,006%.


Προς την ανατροπή του 1981
Η δεύτερη τετραετία της Ν.Δ. ξεκίνησε μεν μέσα στην απόλυτη ήττα του εργατικού κινήματος της πρώιμης μεταπολίτευσης, θα γνωρίσει όμως μετά το 1979 μια νέα έξαρση κοινωνικών εκρήξεων, με λιγότερο παραδοσιακά μεν χαρακτηριστικά, εξίσου δηλωτικών όμως της επερχόμενης ανατροπής. Η πρώτη ήττα του Καραμανλή απέναντι στο πεζοδρόμιο θα σημειωθεί λ.χ. τον Μάρτιο του 1979 στο Ηράκλειο της Κρήτης, με τον ξεσηκωμό του τοπικού πληθυσμού κατά της εξαγωγής των αρχαιοτήτων του εκεί μουσείου (βλ. «Η ξεχασμένη νίκη», «Εφ.Συν.», 2.3.2019)· ακολούθησαν οι φοιτητικές καταλήψεις του 1979 και η απόσυρση του ήδη ψηφισμένου Ν. 815/78. Στις αρχές του 1980, έκθεση της CIA επισημαίνει ότι «τόσο το κύρος της κυβέρνησης όσο και η οικονομία έχουν αρχίσει να φθίνουν», ως αποτέλεσμα της δεύτερης πετρελαϊκής κρίσης αλλά και των αντιλαϊκών οικονομικών μέτρων που εφάρμοσε ο νέος υπουργός Συντονισμού του Καραμανλή, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης.

Με τα σύννεφα ορατά πλέον στον ορίζοντα, ο Καραμανλής την κοπάνησε τον Μάιο στην Προεδρία της Δημοκρατίας και η κοινοβουλευτική ομάδα της Ν.Δ. επέλεξε ως νέο αρχηγό κόμματος και κυβέρνησης τον Γεώργιο Ράλλη. Κάθε άλλο παρά χαρισματικός, ο τελευταίος είχε εκλεγεί οριακά το 1977, έχοντας χρεωθεί (ως υπουργός Παιδείας) την προοδευτική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση των προηγούμενων μηνών και την «ανοχή» της φοιτητικής Αριστεράς στα ΑΕΙ. Τελικά, όπως παρατηρεί ένα νεαρό τότε γυναικείο στέλεχος της Ν.Δ., «βρέθηκε απέναντι στο φουσκωμένο κύμα της Ιστορίας», αδυνατώντας «να αντιτάξει κάτι ικανό να ανακόψει τη φρενήρη πορεία του ΠΑΣΟΚ στο επίπεδο των συνθημάτων, της οργάνωσης, της μαγείας τελικά που άσκησε ο Ανδρέας σε μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας» (Φάνη Πάλλη-Πετραλιά, «Σαράντα χρόνια τώρα», Αθήνα 2014, σ.91).

Εξίσου διαφωτιστικές αποδεικνύονται οι πληροφορίες των ίδιων απομνημονευμάτων για τα ειδοποιά χαρακτηριστικά της Ν.Δ., ως κομματικού οργανισμού, εκείνα τα χρόνια. Στα γραφεία της Ρηγίλλης, λ.χ., ένα άλλο γυναικείο στέλεχος «δέχτηκε μια μέρα παρατήρηση γιατί ο πολύς κόσμος που έφερνε λέρωνε το κόκκινο χαλί της εισόδου!» (σ.67). Σε μια εσωτερική συζήτηση του 1979 για τη συγκρότηση της κομματικής βάσης με βάση τα ευρωπαϊκά πρότυπα, ο υφυπουργός Προεδρίας Νανάς Τσαλδάρης -μετέπειτα πρόεδρος της Βουλής- έσπευσε πάλι να ξεκαθαρίσει πως «η οργάνωσις των αστικών κομμάτων είναι τα σώματα ασφαλείας και ο στρατός» (σ.80)


Για τον Αντρέα, το ΠΑΣΟΚ αλλά και την Αριστερά, ο κόσμος της οποίας επίσης πανηγύρισε για την ιστορική ήττα της Δεξιάς το 1981, το βασικό πρόβλημα δεν ήταν πάντως η απόσπαση της πλειοψηφίας αλλά η διασφάλιση της ομαλής διαδοχής στην εξουσία. Την επαύριο των εκλογών του 1977, έκθεση της CIA επισήμανε λ.χ. ότι, για να γίνει πρωθυπουργός, ο Παπανδρέου «θα χρειαζόταν όχι μόνο μια εκλογική νίκη αλλά και τη συγκατάθεση των στρατιωτικών, που επενέβησαν το 1967 για να σταματήσουν απόπειρά του να πάρει την εξουσία»· λίγες μέρες αργότερα, η ίδια υπηρεσία αποτιμούσε πάλι ως «ένδειξη του πόσο βαθιά είναι η δέσμευση του Παπανδρέου για μετριοπάθεια» μια ενδεχόμενη αποδοχή εκ μέρους του της κυβερνητικής απαγόρευσης της πορείας του Πολυτεχνείου.

Οι υπόγειες διαπραγματεύσεις του Αντρέα με τον Καραμανλή, ως εγγυητή αυτής της ομαλής μετάβασης, πραγματοποιήθηκαν μέσω τρίτων (Κ. Τσάτσος, Π. Μολυβιάτης), κράτησαν μια ολόκληρη τετραετία κι έχουν περιγραφεί αναλυτικά σε παλιότερα δημοσιεύματά μας, με βάση το αδημοσίευτο αρχείο του εθνάρχη. Ο τελικός διακανονισμός, κάτω από την απειλή στρατιωτικού πραξικοπήματος σε περίπτωση υπέρβασης των συμφωνηθέντων ορίων, επέβαλε τον σεβασμό των διεθνών συμμαχιών της χώρας (ΝΑΤΟ, ΕΟΚ)· συμμαχιών που και ο ίδιος ο Αντρέας, παρά τον φραστικό ριζοσπαστισμό του της πρώιμης Μεταπολίτευσης, δεν φαινόταν πάντως καθόλου διατεθειμένος να αμφισβητήσει.

Εξίσου κρίσιμη θεωρούνταν η δέσμευση αποφυγής κάθε κυβερνητικής σύμπραξης με το ΚΚΕ, που περιορίστηκε αντικειμενικά στον ρόλο «κριτικού συμπαραστάτη». Αντιμέτωπο με το ρεύμα της «Αλλαγής», το τελευταίο έθεσε ως βασικό προεκλογικό στόχο του την απόσπαση τουλάχιστον 17% (που ήταν τότε το όριο εισόδου στη β’ κατανομή)· στόχο οφθαλμοφανώς ανέφικτο μεν, ο οποίος του επέτρεψε όμως να κρατήσει ένα 10,92%, ενώ το ΚΚΕσ. βρέθηκε εκτός Βουλής (με 1,37%) και η ΕΔΑ απορροφήθηκε από το ΠΑΣΟΚ, με την τοποθέτηση του Μανώλη Γλέζου στο ψηφοδέλτιο της Α’ Αθηνών.

Η αποφασιστική τομή τούτη τη φορά σημειώθηκε ωστόσο στο κέντρο του εκλογικού χάρτη: το ΠΑΣΟΚ απορρόφησε το μεγαλύτερο μέρος των πάλαι ποτέ κεντρώων, ενώ η Ν.Δ. περιορίστηκε στον επαναπατρισμό των απωλειών της του 1977 προς την Ακροδεξιά. Τη νύχτα της 18ης Οκτωβρίου 1981, η χώρα είχε πλέον αλλάξει σελίδα.

Σχόλια