Από το istorima.org / ΑφηγητήςΤσαταλμπασίδης Λάζαρος / Ερευνήτρια Φωτιάδου Νίκη / Επιμέλεια Μάγια Φιλιπποπούλου / Φωτογραφία Μιχάλης Μπέκος
Οι τελευταίες στιγμές του Λάζαρου Τσαταλμπασίδη με τη μητέρα του και την αδερφή του, τη μέρα της σφαγής των Πύργων Εορδαίας, στις 23 Απριλίου 1944.
Μια μέρα πλακώσανε οι Γερμανοί στο χωριό, με δυνάμεις πολλές. Μας είχανε μανία εμάς, γιατί εδώ στους Πύργους κάθονταν αντάρτες και πήγαιναν και χτυπούσαν τα χωριά που ήταν οι Παοτζήδες, οι συνεργάτες τους. Και μας είχανε μανία εμάς.
Με το που ακούσαμε πάνω από τον Σταυρό να σφυρίζουν οι σφαίρες, μου λέει ο πατέρας μου: «Πάρε τα βόδια και πήγαινε εκεί στο Τερέμπασιν, εκεί πέρα στο ποτάμι, φύγε!» Εγώ, δεκατριών χρονών τότε, πήρα τα βόδια κι έφυγα, μαζί με κάτι άλλα παιδιά. PlayΦώναξαν οι ματεράδες: «Μη φεύγετε, καθίστε εδώ! Τι θα μας κάνουνε;» Η μάνα μου, η αδελφή μου και του Πέτρου το κορίτσι. Αυτοί δεν κρύφτηκαν. Σου λέει: «Τι θα μας κάνουνε εμάς οι Γερμανοί; Γυναίκες, παιδιά. Οι άντρες να φύγουν, αυτοί είναι που κινδυνεύουν».
Πήραμε τα ζώα και πήγαμε πιο πάνω, σε ένα ύψωμα. Φαινόταν το χωριό από εκεί. Από κει πάνω βλέπουμε ότι κάποιοι από το χωριό μας, Εντόπιοι, είχαν φτιάξει αμπριά κι είχαν κρυφτεί μέσα, να μην τους βρουν οι Γερμανοί. Όμως μια φάλαγγα από Παοτζήδες παίρνει το μονοπάτι, φτάνει στα αμπριά. Μαζεύουν όσους βρίσκουν μέσα, τους βάζουν στη σειρά, δίπλα στο ποτάμι. Τους βάζουν στη σειρά και ξαφνικά… «κα-κα-κα-κα!» χτύπησαν τα πολυβόλα. Μια φωνή βγήκε, φώναξαν… Όλους τους σκότωσαν: άνδρες, γυναίκες, παιδιά, ό,τι βρήκαν, μάσανε και τους εκτελέσανε. Ογδόντα ήτανε; Εκατό ήτανε; Πόσοι ήταν, δεν ξέρω. Εμείς βλέπαμε από πάνω. Μετά, πήραν οι Παοτζήδες την κατηφόρα, φύγανε προς το χωριό.
Σε λίγο, βλέπω κι έρχεται ο πατέρας μου με τον αδερφό μου, έφυγαν κι εκείνοι για να γλιτώσουν. «Οι Γερμανοί μπήκαν στο χωριό! Να φύγουμε, να πάμε στην Κολάρτσα», λένε. Φτάσαμε στην Κολάρτσα, κι εκεί Γερμανοί. Γεμάτο το χωριό, είχαν μαζέψει όλους τους άνδρες στην εκκλησία. Χτυπήσαμε την πόρτα σε ένα σπίτι τουρκόφωνο, ήταν κάτι κουμπάροι. Μας άνοιξαν.Play «Αυτοί από πού κατέβηκαν; Από τον Θεό κατέβηκαν; Τόσοι Γερμανοί και να μην τους πιάσουνε;»
Κάτσαμε κάνα-δυο μέρες εκεί στο σπίτι, κρυφά. Το χωριό γεμάτο Γερμανούς. Ένα νέο κορίτσι καθότανε πάνω στο μπαλκόνι κι άμα έρχονταν οι Γερμανοί και ζητούσαν κάτι, αβγά, το ένα το άλλο, τους έδινε, έφευγαν. Μέσα δεν τους έβαζε. Εμείς ήμασταν μέσα, κρυμμένοι.
Πέρασαν λίγες μέρες και μόλις κόπασαν τα πράγματα, παραδοθήκαμε. Τότε δε μας πείραξαν, μας πήγαν στην Πτολεμαΐδα.
Μετά από λίγο καιρό, μας έδωσαν άδεια να ‘ρθουμε πάλι στο χωριό μας. Γυρίσαμε μαζί με κάποιους άλλους που είχαν επίσης κρυφτεί. Το χωριό ήταν έρημο, καμένο. Όλο καμένο. Σπίτια δεν έβρισκες όρθια, όλα καμένα. Τα ζώα τα πήρανε όλα οι Παοτζήδες. Μείναμε με ό,τι φορούσαμε μόνο, άλλο τίποτα. Δεν ξέραμε τι έγινε η μάνα μου κι η αδελφή μου, που είχαν μείνει εκεί, δεν τους βρίσκαμε.
“Κανείς δεν ήξερε τι έγιναν τα γυναικόπαιδα που είχαν μείνει πίσω.”
Ένας γνωστός είχε έναν φίλο από ένα γειτονικό χωριό, Παοτζή. Πάει και τον βρίσκει, του λέει: «Oğlan, τι τα κάνατε τα άτομα που έμειναν πίσω; Τα πήγατε στη Γερμανία; Τα σκοτώσατε; Τι τα κάνατε;» «Μπάρμπα- Γιάννη, ξέρεις που είναι όλοι τους;» απαντά εκείνος. «Μες στις αχυρώνες».
Πήγαμε, κοιτάξαμε μες στις αχυρώνες. Κάργιες γεμάτο! Έφαγαν τα κρέατα όλα! Όλο κόκαλα σκέτα ήταν, έμειναν… Όλο κόκαλα…
Μάθαμε τότε τι έγινε όταν μπήκαν οι Γερμανοί στο χωριό: Αυτοί οι Παοτζήδες βρήκαν τα γυναικόπαιδα, τους έφεραν στην εκκλησία, απ’ την εκκλησία τους κατέβασαν μες στις αχυρώνες, βάλαν φωτιά και τους κάψανε! Τα γυναικόπαιδα! Ογδόντα άτομα μόνο ο δικός μας ο μαχαλάς, βάλε και τους άλλους… Κάψανε ζωντανούς τόσους ανθρώπους. Όλα έλιωσαν, μείναν μόνο κόκαλα. Ανάμεσά τους η μάνα μου, η αδελφή μου και του Πέτρου το κορίτσι.
Μαζευτήκαμε τότε όλοι οι άνδρες, όλοι όσοι γυρίσαμε, ανοίγαμε ταφιά, λάκκους. Ο μπάρμπα-Ισάκης κι ο Γιώργος ο Ξενίτας, καθάριζαν απ’ τη στάχτη μέσα τα κόκαλα, τα ‘βαζαν πάνω σε λαμαρίνες, τα κουβαλούσαν και τα ρίχναμε εκεί. Έτσι θάψαμε τις γυναίκες και τα παιδιά, τη μάνα μου και την αδερφή μου.
Σχόλια