Νέκυια

Από το efsyn.gr / Θωμάς Τσαλαπάτης / Ανοχύρωτη Πόλη / φώτο Eurokinissi / Λεωνίδας Τζέκας / 11-12.03.23 
Τώρα, ουρανέ μου, βρόντησε, τώρα, ουρανέ μου, βρέξε,
ρήξε ’ς τους κάμπους τη βροχή και ’ς τα βουνά το χιόνι,
’ς του πικραμένου την αυλή τρία γυαλιά φαρμάκι.
Τό να να πίνη την αυγή τ’ άλλο το μεσημέρι,
το τρίτο το πικρότερο ’ς το δείπνο, όταν δειπνάη.
Μοιρολόι
Βιώνουμε έναν ανήμπορο πολιτισμό. Εναν πολιτισμό που μέσα στη ματαιοδοξία της ασυγκράτητης προόδου και μες στην αυταρέσκεια του τεχνολογικού του υδροκεφαλισμού καμώνεται πως έχει όλες τις απαντήσεις. Πως η υλιστική υπερσυσσώρευση τεχνικών λύσεων και λειτουργικών επιταχύνσεων στην πραγματικότητα αποκαλύπτει απαντήσεις για την ίδια τη ζωή. Δεν γνωρίζουμε πώς να απαντήσουμε στη ζωή. Στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουμε καν πώς να τη ρωτάμε.

Ζούμε αποκομμένοι από τον θάνατο σαν τα παιδιά που ξορκίζουν τους εφιάλτες με το να μην τους σκέφτονται. Και όμως οι εφιάλτες γυρνούν με μια περιοδικότητα που αυτοί οι ίδιοι επιλέγουν. Ξορκίζουμε τη φθορά και τον θάνατο ταυτίζοντας την αποφυγή της αναφοράς με το δάμασμά τους. Και όταν η ώρα φθάνει, η ώρα της απώλειας ή της αρρώστιας, η ώρα του αποχωρισμού, μένουμε γυμνοί μέσα σε μια έρημη ύπαρξη που αντιλαμβάνεται ακαριαία την αδυναμία και την πραγματική της κλίμακα. Στέκουμε ανήμποροι και αδύναμοι ακριβώς στο κέντρο ενός πολιτισμού που δεν παύει να μας καθησυχάζει και να μας επιβεβαιώνει την αλήθεια της παντοδυναμίας του. Μικρός πολιτισμός για μικρούς ανθρώπους.

Και όμως, αν γυρίσουμε στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες, στις περιόδους αυτές που κωδικοποιούμε πρόχειρα ως «λαϊκούς πολιτισμούς», και δούμε τις εκφάνσεις τους, τα ελάχιστα αυτά σημεία που φτάνουν από το βίωμά τους μέχρι εμάς, καταλαβαίνουμε πως κάποτε υπήρξε μια άλλη ισορροπία. Πως κάποτε μέσα από την κυκλική μορφή της πραγματικότητας ο άνθρωπος εξοικειωνόταν με τη φθορά και την απώλεια, τη δική του και των γύρω του. Οχι για να πονάει λιγότερο. Αλλά για να ξέρει πώς να την πλησιάζει, πώς να περπατά μέσα της και πώς να την κουβαλά για το υπόλοιπο της ζωής του.

Γιατί ένα από τα πράγματα που δεν μαθαίνουμε ποτέ πριν μας συμβεί είναι πως τον πόνο της απώλειας δεν τον ξεπερνάς ποτέ. Δεν μετριάζεται με την πάροδο του χρόνου. Μεταλλάσσεται. Από κάτι βουβό και σκοτεινό γίνεται κάτι ζωντανό που μαθαίνουμε να το φέρουμε μέσα μας. Δεν έχει νόημα να προσπαθείς να το αποφύγεις. Ακόμα περισσότερο να προσπαθήσεις να τον ξεχάσεις.

Το έγκλημα των Τεμπών είναι μια τέτοια συλλογική πληγή. Η οργή και η απαίτηση δικαιοσύνης, η εκλογίκευση των συνθηκών κάτω από τις οποίες συνέβη, η απόδοση ευθυνών, η πολιτική διάσταση του συμβάντος είναι ζητήματα αναγκαία και επιτακτικά. Αλλά αυτά αφορούν στην έλλογη πλευρά των πραγμάτων. Υπάρχει και μια άλλη πλευρά. Η βουβή, η τυφλή, η πλευρά του συλλογικού θρήνου. Αυτή η πλευρά, αυτό το συλλογικό φορτίο απαιτεί μια συλλογική χειρονομία. Οχι μια προσπάθεια να ξεχαστεί, να επουλωθεί. Οχι μια προσπάθεια να προχωρήσουμε παρακάτω. Ας μην προχωρήσουμε.

Είναι που είμαστε πια στοιχειωμένοι. Σαν άνθρωποι που έχασαν κάποιον αγαπημένο τους. Στοιχειωμένοι συλλογικά. Σαν σπίτια που αποφεύγουμε να περάσουμε απ’ έξω τους τα βράδια. Ας μάθουμε να κουβαλάμε τους νεκρούς μας. Σαν παιδιά που τους έτυχε η πιο σκληρή ενηλικίωση και δεν έχουν άλλη επιλογή από το να ζήσουνε μέσα σε αυτή.

Για άλλη μια φορά. Είμαστε οι απώλειές μας.

Σχόλια