Πώς ο Αττίκ κατόρθωσε να μεταμορφώσει τη «Μάντρα» σε σημείο αναφοράς για την Αθήνα του 1930

Από το mikros-romios.gr / Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Τι ήταν τελικά η «Μάντρα» του Αττίκ, του Κλέωνα Τριανταφύλλου (1885-1944), που έγινε δημοφιλής χάρις στα γεμάτα αισθήματα, ρομαντισμό, γλυκύτητα, πάθος και νοσταλγία τραγούδια του; Την απάντηση έδωσε ο Τίμος Μωραϊτίνης τις πρώτες ημέρες λειτουργίας της γράφοντας πως ήταν «μία “μπουάτ” στα πρότυπα εκείνων της Μονμάρτρης αλλά με καθαρώς αθηναϊκόν χρώμα»!

Αυτά συνέβαιναν το καλοκαίρι του 1930 όταν κάποιος αστυφύλακας υπέδειξε στον Αττίκ μια ελεύθερη μάνδρα στην οδό Μηθύμνης, κοντά στην πλατεία Αγάμων. Σε 13 ημέρες σκάρωσε μια ξύλινη σκηνούλα, έβαλε διάφορες επιγραφές όπως «Αγαπάτε τα ζώα, τον Αττίκ και αλλήλους» και άρχισε τις παραστάσεις του μέσα στο κατακαλόκαιρο.

Αλλά ο Αττίκ δεν ήταν μόνος του σε εκείνη την όμορφη περιπέτεια. Είχε κοντά του γνωστά πρόσωπα της καλλιτεχνικής ζωής της εποχής, όπως οι Μαρίκα Φιλιππίδου, Βώττης, Π. Χορν, Δ. Ευαγγελίδης κ.ά. Επίσης παρουσίαζε δύο «χαβαγίστες» από τη Ρόδο ως Εγγλέζους για λόγους… επικαιρότητας! Επί σκηνής ακόμη και ο μικρός Τάκης Χορν. Τα επόμενα χρόνια από τη σκηνή της «Μάντρας» παρήλασαν πολλοί νέοι καλλιτέχνες και γεννήθηκε μια γενιά «κονφερασιέ». Ο Αττίκ και η επαφή του με το κοινό έδιναν το στίγμα της νέας διασκέδασης. Ο καθένας μπορούσε ν’ ανέβει στη σκηνή και να επιδείξει το πνεύμα, τη φωνή, το ποίημα ή την ιδιοτροπία του. Αυτό που στις μέρες καταντήσαμε να λέμε ριάλιτι σόου.
Ήταν τόσο επιτυχημένη εκείνη η πρωτοπόρος προσπάθεια ώστε με δυσκολία τα όργανα της Αστυνομίας συγκρατούσαν την ξύλινη πόρτα της εισόδου από τον κίνδυνο ανατροπής της. «Ο κόσμος κλαίει στο σπίτι του, στη Μάνδρα θέλει να γελά», έγραψε ευφυέστατα δημοσιογράφος της εποχής, περιγράφοντας τον Αττίκ να αγωνίζεται, να ιδρώνει, να θυμώνει, να αστειεύεται, να καλαμπουρίζει και να βραχνιάζει καθιερώνοντας το δικό του είδος λαϊκού θεάτρου.

Σχόλια