Από το lifo.gr / Γιάννης Βασιλείου
Πλάι σε διαμαντάκια, αλλά και τερατάκια, που πιθανότατα δεν θα ξαναδούμε ποτέ σε ελληνική αίθουσα, προβλήθηκαν στο φεστιβάλ και ταινίες που αναμένεται να βγουν στους κινηματογράφους μέσα στους επόμενους μήνες.
Το 63ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης έριξε τους τίτλους τέλους του την περασμένη Κυριακή με την προβολή του «Corsage», μιας αναθεωρητικής εκδοχής της Αυτοκράτειρας Σίσι που αποτελεί φαβορί για οσκαρική υποψηφιότητα στην κατηγορία της Διεθνούς Ταινίας και βγαίνει στις αίθουσες αυτή την Πέμπτη 17 Νοεμβρίου.
Πλάι σε διαμαντάκια, αλλά και τερατάκια που είχαν την τύχη ή την ατυχία αντίστοιχα να παρακολουθήσουν οι φεστιβαλιστές τις μέρες του φεστιβάλ και πιθανότατα δεν θα ξαναδούμε ποτέ σε ελληνική αίθουσα, προβλήθηκαν και αρκετές ταινίες που έχουν εξασφαλίσει ήδη διανομή και αναμένεται να βγουν στους κινηματογράφους μέσα στους επόμενους μήνες.
Επιλέξαμε πέντε από αυτές που μας άφησαν θετικές εντυπώσεις και αξίζει να σημειώσετε στην ατζέντα σας. Πέντε ταινίες που έρχονται για να ενισχύσουν τον (ευτυχώς ποιοτικότερο σε σχέση με πέρυσι) χειμερινό προγραμματισμό των εταιρειών διανομής και να κάνουν τις κινηματογραφικές μας βραδιές λίγο καλύτερες.
Les Passagers de la Nuit (Νυχτερινοί Επισκέπτες)
Βρισκόμαστε στη Γαλλία των ‘80s. Mια διαζευγμένη γυναίκα με δυο παιδιά στο κατώφλι της ενηλικίωσης στέλνει εξομολογητική επιστολή σε μια νυχτερινή εκπομπή λόγου, ενθουσιάζει την παρουσιάστρια –μια Εμανουέλ Μπεάρ που μας υπενθυμίζει πόσο λείπει το (δικό της) star quality από το γαλλικό σινεμά– και προσλαμβάνεται ως υπεύθυνη τηλεφωνικού κέντρου. Εκεί θα γνωρίσει μια μέρα την Ταλούλα, μια συνεσταλμένη νεαρή που ζει στους δρόμους και βρέθηκε στο στούντιο για να αφηγηθεί την ιστορία της, και θα την προσκαλέσει σπίτι τους.
Με προϋπάρχουσα tracklist διαλεχτή, έναν πρωτότυπο synth ονειρότοπο που υφαίνει με τα πλήκτρα του ο Νεοϋορκέζος συνθέτης Άντον Σάνκο και με το νυχτερινό μπλε να κυριαρχεί στη χρωματική παλέτα, ο Μάικλ Χερς χτίζει μια γοητευτική ‘80s «φούσκα», αφιερώνεται σε στιγμές που μπορεί να διαρκούν μια νύχτα, αλλά αρκούν για να μας κρατήσουν ζωντανούς σε αυτό μας το «ταξίδι» για όλες τις νύχτες που θα ακολουθήσουν, και αποσπά από τη Σαρλότ Γκενσμπούργκ την πιο ανθρώπινη ερμηνεία της, χιλιόμετρα μακριά από τα νευρωσικά ερμηνευτικά τικ που έχει αναπτύξει μέσα στα χρόνια.
Αν η ιδέα μιας ταινίας με highlight μια ομαδική αγκαλιά υπό τους ήχους του «Et si tu n’existais pas» του Τζο Ντασέν σας έχει κερδίσει με το καλημέρα (ή μάλλον με το καληνύχτα), επιβιβαστείτε άφοβα. (Από 15/12)
Boy From Heaven (Η Συνωμοσία του Καΐρου)
Αν το «Nile Hilton Incident» ήταν η αραβική κατάθεση στο νεο-νουάρ, με το «Boy From Heaven» ο Ταρίκ Σαλέχ επιχειρεί κάτι αντίστοιχο στο είδος του κατασκοπικού και του συνωμοσιολογικού θρίλερ.
Το «Αγόρι από τον Παράδεισο» του τίτλου είναι ένας αθώος, φτωχός νεαρός φοιτητής που απλά σπουδάζει σε θεολογική σχολή. Όταν ο ιμάμης πεθαίνει, ο ήρωας στρατολογείται παρά τη θέλησή του από ανθρώπους της κρατικής μυστικής υπηρεσίας για να ενεργήσει ως κατάσκοπος και να βοηθήσει στην εκλογή προσώπου της αρεσκείας των εντολέων του.
Η σύγκρουση με τα πιστεύω του και η αγωνία του να μην έχει την τύχη του προκατόχου του, τον οποίο δολοφόνησαν μπροστά στα μάτια του, εξυπηρετούν το σκέλος της αγωνίας, ενώ την ίδια ώρα ξετυλίγεται μπροστά μας μια σύγκρουση ανάμεσα στον λόγο του (όποιου) Θεού και στα έργα των ανθρώπων, με τον ήρωα να βρίσκεται στη μέση.
Η ανάδειξη των ηθών και των διάφορων συνιστωσών της ισλαμικής θρησκείας αποτελούν ένα πρόσθετο δέλεαρ για το δυτικό μάτι. Ο Σαλέχ, που εξελίσσεται διαρκώς ως σεναριογράφος, εδώ αφήνει ακόμα περισσότερες υποσχέσεις για τη μεγάλη ταινία, όταν τελειοποιήσει και την ικανότητα διαχείρισης του ρυθμού. (Από 22/12)
Living (Αισθάνομαι Ζωντανός)
Ο νομπελίστας Καζούο Ισιγκούρο μεταφέρει επιτυχώς το «Ikiru» του Ακίρα Κουροσάβα στη μεταπολεμική Αγγλία, ο Νοτιοαφρικανός Όλιβερ Χερμάνους και οι συνεργάτες στήνουν καλλιγραφία περιωπής και κάπως έτσι το «Living» δεν είναι μόνο η καλύτερη ταινία που είδαμε στο φεστιβάλ, αλλά πιθανότατα και η καλύτερη ταινία που έχουμε δει πάνω στη βρετανική εγκράτεια από την εποχή του «Remains of the Day» – η σκηνή στον σταθμό του τρένου στην αρχή, όπου οι παλιοί επιπλήττουν τον ενθουσιώδη νέο συνάδελφο, είναι ενδεικτική.
Με εμπνευσμένη πλανοθεσία που ενισχύει και εμπλουτίζει τη δραματουργία –στα εισαγωγικά πλάνα στη δημόσια υπηρεσία π.χ. οι άνθρωποι κινηματογραφούνται σχεδόν πάντα πίσω από φακέλους γεμάτους έγγραφα–, έναν σχεδόν αγνώριστο Μπιλ Νάι, ο οποίος θαρρείς πως φύλαγε ό,τι είχε και δεν είχε για να το δώσει εδώ, ένα σάουντρακ από εκείνα που θα επισκεπτόμαστε ξανά και ξανά κι ένα τελευταίο ημίωρο που, όπως και το πρωτότυπο, υπενθυμίζει ότι η καλοσύνη είναι μεταδοτική, φτάνει να μην έχουμε αναπτύξει ισχυρά αντισώματα απέναντί της, το «Living» είναι το ωραιότερο κινηματογραφικό δώρο που μπορείτε να κάνετε στον εαυτό σας φέτος τις γιορτές. (Από 29/12)
A Love Song (Ένα Τραγούδι Αγάπης)
Σε ένα κάμπινγκ κάπου στην αμερικανική ενδοχώρα μια γυναίκα περιμένει να την επισκεφτεί στο τροχόσπιτό της ο παιδικός της έρωτας, αβέβαιη όχι μόνο για τις προθέσεις του, αλλά και για την ίδια την έλευσή του.
Αν και καθηλωμένη στην ίδια τοποθεσία, η ταινία του Μαξ Γουόκερ - Σίλβερμαν δίνει την αίσθηση ενός κανονικού road movie, με τις στάσεις του, τους ανθρώπους του, τα απρόοπτά του και τη συγκίνηση να προκύπτει (και) από την καταγραφή της γεωγραφίας του ανθρώπινου προσώπου, το οποίο εδώ φέρει την όψη της καρατέριστα Ντέιλ Ντίκι.
Οι φαν του σινεμά του Αλεξάντερ Πέιν έχετε μια ταινία για να περιμένετε τους επόμενους μήνες, ο τίτλος της οποίας είναι ακριβέστατος: πρόκειται για ένα (φιλμικό) ερωτικό τραγούδι, όχι για ένα τραγούδι για τον έρωτα. Αν σε πιάσει στην κατάλληλη φάση μπορεί να σε τσακίσει σαν κλαράκι, υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες να θες να το βάλεις να το ξανακούσεις, μόλις τελειώσει, καθώς και να παρακαλάς να αγοράσεις κάποτε ένα ραδιόφωνο σαν εκείνο της ταινίας το οποίο, όταν ανοίγεις, παίζει πάντα το κατάλληλο τραγούδι. Πραγματικά, μια πολύ ευχάριστη έκπληξη. (Φεβρουάριος)
Τhe Beasts (O Εχθρός Δίπλα Μου)
Ίσως ο πιο υποσχόμενος σκηνοθέτης του ισπανικού κινηματογράφου αυτήν τη στιγμή, ο Ροντρίγκο Σορογκόγιεν έχει βρει έναν κώδικα επικοινωνίας με το ελληνικό κοινό, το οποίο αγκάλιασε τα «Kανείς δεν μπορεί να μας σώσει», «Έκπτωτος» και «Εξαφανισμένος».
Το «Τhe Beasts» αναμένεται να συνεχίσει αυτή την καλή σχέση, μεταφέροντας τη δράση σε ένα ορεινό επαρχιακό χωριό της Γαλικίας. Ένας Γάλλος και η σύζυγός του, που μετακόμισαν στο μέρος πριν από δυο χρόνια, καλλιεργούν τη γη και επισκευάζουν σπίτια με στόχο τον εποικισμό του χωριού, ενώ οι γείτονές τους, δυο αδέρφια που ζουν εκεί από τότε που γεννήθηκαν, θέλουν να πουλήσουν την ιδιοκτησία τους σε ιδιώτες που έχουν στόχο να στήσουν ανεμογεννήτριες. Η άρνησή των πρώτων να πράξουν το ίδιο μπλοκάρει το έργο και εντείνει τη σύγκρουση ανάμεσά τους.
Πέρα από τη μισαλλοδοξία και την ξενοφοβία, την κατάδειξη του κτήνους μέσα μας κι ένα πορτρέτο της επαρχίας, ευρισκόμενο κάπου ανάμεσα στα «Αδέσποτα Σκυλιά» του Σαμ Πέκινπα και στον «Βασιλιά» του Νίκου Γραμματικού, το φιλμ του Σορογκόγιεν έχει ένα δεύτερο, εντελώς φεμινιστικό επίπεδο ανάγνωσης, με τους πρωταγωνιστές της σύγκρουσης από την πρώτη στιγμή να επιχειρούν να επιβεβαιώσουν τον ανδρισμό τους – σκεφτείτε ότι ο χαρακτήρας που υποδύεται ο Ντενίς Μενοσέ έχει ονομάσει τον σκύλο του «Τιτάνα». Μια γενναία αφηγηματική στροφή στην τρίτη πράξη τοποθετεί το έργο στην κορυφή των ισπανικών θρίλερ που έχουμε δει εδώ και αρκετό καιρό. (Φεβρουάριος)
Σχόλια