Να τον δει κάποιος στο θέατρο ή το σινεμά και να του πει ότι ήταν όπως είναι πάντα. Σαν να μην έχει κάνει καμία μετατόπιση. Τότε θα υπάρχει σοβαρό θέμα. Ο χειμαρρώδης «Σκυλογιάννης» της Μπαλάντας της Τρύπιας Καρδιάς μίλησε στον Θεοδόση Μίχο.
Κουνάει ψηλά τα χέρια του, τα ακινητοποιεί πάνω στο τραπέζι, σηκώνεται απότομα όρθιος, κάθεται ξανά προσεκτικά, αυξάνει τα ντεσιμπέλ της φωνής του, μιλάει σχεδόν συνωμοτικά, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ο Γιάννης Τσορτέκης σωματοποιεί τη δαιδαλώδη ακολουθία των συμπληρωματικών ή ακόμη και των αντικρουόμενων σκέψεών του, λες και οι λέξεις δεν του είναι αρκετές για να πει ό,τι θέλει να πει, όταν όμως ξεκινά να μιλά για το πώς αντιλαμβάνεται αυτό που κάνει εδώ και σχεδόν τριάντα χρόνια, είναι σαν όλη του η εκφραστικότητα να συγκεντρώνεται στην αιχμή του δόρατός της και η διαρκώς αυξομειούμενη ένταση αποβάλλεται αυτοστιγμεί από την ατομική του εξίσωση, γιατί για τον ίδιο είναι το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο να λέει ότι «Δεν μπόρεσα σχεδόν ποτέ να συνδυάσω αυτό που κάνω με υλική, οικονομική ανταμοιβή. Ήταν σαν να μου το μόλυνε, τουλάχιστον τα πρώτα 20 χρόνια».
Δεν είναι ότι δεν χρειάζεται να πληρώνει για να έχει ρεύμα και νερό στο σπίτι, για να μιλάει στο τηλέφωνο και να μπαίνει στο internet, για να βάζει βενζίνη στη μηχανή, για να τρώει, για να πίνει, για να ντύνεται, για να ταξιδεύει, για να μην τον κυνηγάει η εφορία ή το ασφαλιστικό του ταμείο, για να κάνει, τέλος πάντων, ό,τι πρέπει ή θέλει ή προσπαθεί να κάνει ο καθένας με τα χρήματα που βγάζει από τη δουλειά που έχει αναγκαστεί ή -αν είναι τυχερός όπως ο Τσορτέκης- έχει επιλέξει να κάνει.
Είναι ότι για τα -καθόλου λίγα, το ξέρει- είκοσι πρώτα χρόνια της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας είχε, όπως παραδέχεται σήμερα, «μία ελιτίστικη σχέση με τα πράγματα. Τόσο ελιτίστικη που -πώς να το πω και να γίνω πιστευτός- δεν με απασχολούσε καν να κάνω πρωταγωνιστικό ρόλο. Δεν ήταν αυτή η προτεραιότητα μου. Η ανάγκη μου ήταν να είμαι σε εμπλοκή με το όλο πράγμα, να προσποριστώ εμπειρίες». Μια ανάγκη τόσο έντονη που τον έφερε ξανά και ξανά σε μία περίεργη θέση: «Εννοείται ότι ήθελα και την υλική επιβράβευση, έστω ένα καφέ ρε παιδί μου, ή τα εισιτήριά μου, αλλά αν δεν συνέβαινε, δεν το επιζητούσα, οπότε δεν πληρωνόμουν. Έχει να κάνει και με το ότι τα πρώτα 20 χρόνια το περιβάλλον μου ήταν ερμητικά κλειστό, έκανα σχεδόν μόνο θέατρο, δεν μου έβγαινε καθόλου η σχέση με την κάμερα, αν και έκανα κάποιες ταινίες μικρού μήκους που τις αγαπάω πολύ».
Πράγματι, ξεκινώντας από το 1994 και παράλληλα με την θεατρική του πορεία (ή θεατρική άσκηση, όπως προτιμά να την αντιλαμβάνεται), το όνομά του εμφανίζεται στα credits 31 κινηματογραφικών παραγωγών, οι περισσότερες εκ των οποίων είναι μικρού μήκους, ενώ η πλειοψηφία επί του συνόλου είναι ταινίες που γυρίστηκαν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας που ολοκληρώνεται φέτος, επεισοδιακά για όλους μας, πανηγυρικά -σε δημιουργικό επίπεδο- για τον ίδιο, μέσα από την πρωταγωνιστική του εμφάνιση στη Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς. Είναι η δεύτερη -μετά το Μικρό Ψάρι- φορά που συμμετέχει σε μία ταινία του Γιάννη Οικονομίδη. Είναι η πρώτη -παρά τις δυσμενείς συνθήκες- φορά που μία ταινία του Γιάννη Οικονομίδη δεν αποκτά «ένα φιλοσοφικό status με τον καιρό», η πρώτη φορά που συναντά την ανταπόκριση που της αξίζει στον πραγματικό χρόνο της εξόδου της (έστω, της δεύτερης, μετά το lockdown, εξόδου της) στις αίθουσες.
Πόσες φορές πιστεύετε ότι την έχει δει μέχρι σήμερα ο «Σκυλογιάννης»; Και για ποιους λόγους;
Πώς νιώθετε έχοντας πια μπει για τα καλά -μετά από το Μικρό Ψάρι και τη Μπαλάντα- στο «κλαμπ των οικονομιδικών ηθοποιών»;
Έτσι όπως σε ακούω να το λες, να, δες, ανατριχιάζω. Γιατί χωρίς να είναι «κάτι», είναι και κάτι πολύ βαθύ.
Πόσα χρόνια γνωρίζεστε με τον Γιάννη Οικονομίδη;
Το όλο πράγμα δεν ξεκίνησε ως μία εγκυκλοπαιδική γνωριμία. Ήταν μια συνειδητή επιλογή σε επίπεδο δουλειάς. Γνωριστήκαμε δηλαδή ως συνεργάτες στο Μικρό Ψάρι. Το βασικό χαρακτηριστικό της σχέσης μας είναι η εκτίμηση και ο σεβασμός. Και η εκτίμηση από μένα εκφράζεται ως επιβεβλημένη διαθεσιμότητα απέναντι σε ό,τι θα κληθούμε να ψάξουμε μαζί.
Ο Οικονομίδης ήρθε σε εσάς για να υποδυθείτε τον Σκυλογιάννη στη «Μπαλάντα» ή εσείς πήγατε σε εκείνον;
Ο Γιάννης με προσέγγισε και μάλιστα στην αρχή μου είπε να παίξω τον φλώρο του Μπισμπίκη. Κάτι όμως δεν μου έκανε σ’ αυτό το ρόλο και του το είπα. Πέταξα κάτι ηθικοπλαστικά, για το πώς θα ήταν οι ερωτικές σκηνές και κάτι άλλες μαλακίες, που επί της ουσίας ήταν ένα πρόσχημα, γιατί διαισθητικά ο συγκεκριμένος ρόλος δεν ήταν για μένα. Ήταν για τον Βασίλη.
Του ζητήσατε επί τούτου το ρόλο του Σκυλογιάννη;
Όχι! Δεν θα μπορούσα να ζητήσω κάτι συγκεκριμένο, αν θες και γιατί θα υπήρχε ο φόβος μήπως και μου το δώσουν και τελικά δεν τα φέρω σε πέρας και αυτοακυρωθώ. Πάντα περιμένω να μου πει ο σκηνοθέτης. Αν ο Γιάννης επέμενε, δεν υπήρχε περίπτωση, θα έκανα ό,τι μου ζητούσε. Αλλά έπιασα ένα περιθώριο ανοχής από εκείνον και είπα ότι δεν ένιωθα καλά.
Πού εντοπίζετε τη διαφορετικότητα της δημιουργικής διαδικασίας ανάμεσα στο Μικρό Ψάρι και τη Μπαλάντα;
Πρώτα και κύρια η διαφορετική συνθήκη ήταν ότι ως επί το πλείστον η Μπαλάντα γυρίστηκε στην επαρχία, έξω από τη Λαμία. Ήμασταν εκεί όλοι μαζί, από το συνεργείο ως τους ηθοποιούς, σε μια εντελώς αρμονική κατάσταση. Πολύ σημαντικό επίσης στοιχείο της Μπαλάντας είναι ότι όλοι οι χώροι ήταν φυσικοί, οπότε εκ των πραγμάτων μας ακουμπούσε μια πραγματικότητα, κάτι που είχε ένα βαθμό δυσκολίας
Με ποια έννοια;
Έπρεπε να αφουγκραστείς και να χωνέψεις αυτή την πραγματικότητα και να λειτουργήσεις αντιδραστικά, δηλαδή οργανικά, μέσα σε αυτή. Δεν υπάρχει ίχνος παρέμβασης, από το σταθμό του ΚΤΕΛ μέχρι το σπίτι της μάνας μου, ένα εντελώς μικροαστικό περιβάλλον που εμένα με πνίγει με τη μία και άρα με βάζει κατευθείαν στη συνθήκη. Η βασική λοιπόν διαφορά σε σχέση με το Μικρό Ψάρι είναι το εντελώς ρεαλιστικό περιβάλλον.
Κάτι στο οποίο φαντάζομαι συνάδει και το ότι για πρώτη φορά ο Οικονομίδης χρησιμοποίησε τόσους ερασιτέχνες ηθοποιούς.
Με τους οποίους η σχέση ήταν εξαιρετική. Δεν υπάρχει ένας χρυσός κανόνας ως προς τη διαχείριση μη επαγγελματιών γιατί η κάθε περίπτωση είναι εντελώς διαφορετική, είναι ένα παζλ που ξεκινάει να δομείται από το μηδέν. Είναι προς τιμήν του Γιάννη που δημιούργησε τις κατάλληλες συνθήκες ώστε να φτιάξουμε μία μαγιά εγώ και η «μαμά» μου, για παράδειγμα.
Καταπληκτική η ερμηνεία τόσο της δικής σας μάνας όσο και του Βασίλη Μπισμπίκη.
Ναι! Ήταν καταπληκτικές στην ταινία και κρυστάλλινες ως άνθρωποι, όντας μάλιστα έξω από τα επαγγελματικά και προσωπικά τους περιβάλλοντα. Λειτούργησαν ανοιχτά απέναντι μας, και το αντίστροφο, και τελικά ήταν σαν κάπως να πήρε στοιχεία της μάνας μου και κάπως σαν να έγινα όντως γιος της και κάπως σαν να μην παίζαμε ρόλους. Προφανώς αυτό έχει να κάνει και τον Γιάννη, που τον αγαπώ και τον εκτιμώ βαθιά. Μου δημιουργεί αδιανόητη εμπιστοσύνη, ησυχία, σιγουριά και ασφάλεια. Αυτές είναι οι σωστές συνθήκες για να δουλέψει κάποιος. Έχει μια οξεία ματιά και αντιλαμβάνεται πόσο πας να κρυφτείς από εσένα και πας να παίξεις κάτι σαν γνώστης ή σαν οτιδήποτε και πάρα πολύ ήρεμα σε επαναπροσδιορίζει. Άσε που είναι ένας πολύ γλυκός άνθρωπος. Θέλει να δείχνει μούτρο και μπρουτάλ αλλά είναι «ζυμαράκι». Αρκεί φυσικά να νιώσει ασφαλής κι εκείνος. Τότε ναι, είναι πάρα πολύ τρυφερός.
Στα γυρίσματα περάσατε καλύτερα ξέροντας ότι η ταινία είναι και με τη βούλα κωμωδία από το πρώτο ως το τελευταίο της λεπτό;
Όπως και στο Μικρό Ψάρι, ο χαβαλές στη διάρκεια της πρόβας ήταν δεδομένος. Άλλωστε το χιούμορ είναι ένα πολύ καθαρό, βαθύ και έντονο στοιχείο του Οικονομίδη. Το διακρίνεις σε όλες τις ταινίες του και κορυφώνεται στη Μπαλάντα. Ειλικρινά σου μιλάω, κι ας ακουστεί περίεργο, είναι μια ταινία που βλέπω, ξαναβλέπω και γελάω αβίαστα, σε σημείο να γίνομαι περίγελος όσων πάμε μαζί στο σινεμά. «Καλά ρε μαλάκα, γελάς με σένα;» μου λένε. Και τους λέω «ναι ρε, γελάω με μένα», γιατί δεν αναγνωρίζω εμένα στο πανί, είναι ένα πράγμα τόσο μετακινημένο που με κάνει να αντιδρώ, πιάνοντάς με απροετοίμαστο. Έξι φορές την έχω δει μέχρι τώρα και κάθε φορά ανακαλύπτω κάτι καινούριο.
«Οι επιλογές για μένα δεν μπορούν να προκύπτουν από το σωρό ή μέσω μιας ροής σούπερ μάρκετ, να έχεις δηλαδή ένα βασικό ρόλο στο θέατρο κάθε τρεις μήνες και ταυτόχρονα να κάνεις τηλεόραση. Είναι άλλο πράγμα ο επαγγελματίας και άλλο ο καλλιτέχνης.»
Νομίζω ότι καμία άλλη ταινία του Οικονομίδη μέχρι σήμερα δεν είχε τόσο μεγάλη ανταπόκριση από τον κόσμο στον πραγματικό χρόνο της εξόδου της στις αίθουσες.
Ναι, κάπως οι προηγούμενες ταινίες του να απέκτησαν ένα φιλοσοφικό status με τον καιρό. Αυτό που εκτός όλων των άλλων θεωρώ συγκινητικό τώρα είναι ότι ορισμένοι επιχειρηματίες επιλέγουν συνειδητά να στηρίξουν όλο αυτό το πράγμα και να πάνε κόντρα σε ένα ρεύμα που ενδεχομένως να ασκεί μια κάποια πίεση -δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι υπάρχει μια ολόκληρη βιομηχανία- γιατί πιστεύουν στον ανθρώπινο παράγοντα.
Άλλωστε το σινεμά του Οικονομίδη είναι βαθιά ανθρώπινο.
Βαθιά, όπως το λες. Πάντα ήταν και τώρα περισσότερο από ποτέ, έτσι το ένιωσα από την πρώτη στιγμή που διάβασα το σενάριο. Αυτό εισπράττω και από τον κόσμο που βλέπει την ταινία, ανθρώπους διαφορετικών, ας πούμε, κατηγοριών και καταβολών. Κάπως σαν να βρήκαν στη Μπαλάντα το στοιχείο που τους έλειπε μέχρι τώρα και τους κάνει να μιλήσουν απενοχοποιημένα και να φωνάξουν ότι τους αρέσει ο Οικονομίδης. Δεν ξέρω αν είναι κάτι που ο Γιάννης ήθελε συνειδητά να προκαλέσει.
Άρα θεωρείτε ότι η συμμετοχή σας σε αυτή την ταινία είναι μία από τις κορυφώσεις της καριέρας σας μέχρι σήμερα.
Ασυζητητί! Είναι τόσο σημαντικό όλο αυτό και από τη σκοπιά του πώς δουλέψαμε με τον Γιάννη αλλά και ως προς το τελικό αποτέλεσμα. Σου μιλάω ειλικρινά, ως κάποιος με πολλά χρόνια στη δουλειά που καταλαβαίνει ότι όλα αυτά τα χρόνια ή θα τα διαχειριστείς ή θα σε διαχειριστούν.
Πόσα χρόνια;
Τυπικά, δηλαδή από τότε που τελείωσα το Εθνικό, 25, αλλά ουσιαστικά 30 γιατί ήδη από το ’90 ήμουν σε σχέση με αυτά τα πράγματα.
Υπήρξε κάποια συγκεκριμένη στιγμή επιφοίτησης και αποφασίσατε να γίνετε ηθοποιός;
Όχι, νομίζω ότι συνέβη εντελώς τυχαία, δεν ειπώθηκε ποτέ από μένα το «εγώ θέλω να γίνω ηθοποιός». Θα ντρεπόμουν αφόρητα να το πω. Όπως ντρεπόμουν μικρός που έπαιζα ακορντεόν και καθόμουν πίσω από τα υπόλοιπα παιδιά. Προέκυψε αβίαστα, από μόνο του.
Πώς γίνεται όμως να πηγαίνει κάποιος στο Εθνικό χωρίς να καλά καλά να ξέρει ότι θέλει να γίνεις ηθοποιός;
Κι όμως έτσι έγινε. Απλά με παρότρυνε ένα φιλαράκι που δυστυχώς δεν είναι πια στη ζωή. «Πήγαινε και δώσε ρε μαλάκα», μου ‘λεγε. Εντάξει, είχα ήδη κάνει ένα εργαστήριο, που αργότερα κατάλαβα πόσο σοβαρή υπόθεση ήταν, με τον Μαρμαρινό και τον Άκη Δαβή. Ήταν ακόμη παιδιά και οι δυο τους στο Ilisia Studio. Για μένα ήταν μια πολύ γοητευτική, ερωτική, εμπιστευτική συνθήκη, η οποία δεν είχε τίποτα από τη γκλαμουριά του Εθνικού, δεν είχα ιδέα από αυτά, ούτε με ενδιέφεραν. Έτυχε όμως να έχω ξεμείνει κατακαλόκαιρο στην Αθήνα, εκείνο το φιλαράκι με πίεσε και πήγα να δώσω απροετοίμαστος. Εντελώς τυχαία σήμερα που πέρασα από την Αγίου Κωνσταντίνου τα σκεφτόμουν όλα αυτά, το πώς μπήκα στο Εθνικό και το πώς τελείωσα ως αριστούχος. Εθιμοτυπικά παίρνουν τους αριστούχους αμέσως σε παραστάσεις. Εμένα όμως όχι. Ντρεπόμουν να ρωτήσω γιατί. Πάλι τα ίδια όμως, φίλοι με πίεσαν να ρωτήσω. Πήγα λοιπόν και η γραμματέας του καλλιτεχνικού διευθυντή μου είπε: «όλοι οι αριστούχοι δουλεύουν». Μόλις το άκουσα, ρε φίλε, η καρδιά μου πήγε μέχρι τον Υμηττό και ξαναγύρισε. «Αλήθεια; Τότε που είμαι;» της κάνω. «Πουθενά!» μου λέει. «Μα πώς;», επιμένω, «είμαι φετινός αριστούχος». Το βιολί της αυτή: «Κύριε όλοι οι αριστούχοι δουλεύουν, σας παρακαλώ περάστε έξω». Της ζήτησα να δω τον διευθυντή, δεν με άφησε, τελικά άνοιξα μόνος μου την πόρτα και του λέω: Κύριε, τελείωσα φέτος με άριστα. Μου έχουν πει ότι εθιμικού δικαίου όλοι οι αριστούχοι απορροφώνται σε παραστάσεις. Και τι μου λέει ο «θεός»; «Κι εγώ στην Καισαριανή γεννήθηκα. Κάτι θα κάνεις κι εσύ στη ζωή σου». Κι έφυγα. Όσο έπαιξες εσύ τότε, άλλο τόσο έπαιξα κι εγώ. Μόνο μία φορά έπαιξα στο Εθνικό επειδή επέμενε ο συγχωρεμένος ο Βογιατζής, με ήθελε σε μια παράστασή του.
Ως ηθοποιό τι σας κινητοποιεί δημιουργικά όλα αυτά τα χρόνια;
Το παραμύθι μου από την πρώτη στιγμή είναι ότι για να υπάρξω σε αυτό το χώρο, θα πρέπει να υπάρχω κάθε στιγμή σαν να μην έχω να ασχοληθώ με κανένα άλλο τρέχον ζήτημα καμιάς πεζής πραγματικότητας. Για να το πετύχω αυτό θα έπρεπε είτε να τα είχα εξαρχής όλα έτοιμα και λυμένα, που δεν τα είχα, είτε να δημιουργώ κάθε φορά τις συνθήκες ώστε να προασπίζομαι αυτή τη φιλοσοφία με νύχια και με δόντια, σαν να είναι κάτι αυτονόητο. Αυτό με έφερε αρκετές φορές στο σημείο να μη διαπραγματεύομαι το γεγονός ότι θα πρέπει παράλληλα να δουλεύω και ενίοτε και δυο δουλειές, εντελώς άσχετες μεταξύ τους, για να μπορώ να κάνω την οποιαδήποτε συμμετοχή μου σαν να μου περισσεύει αφόρητα. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο δεν μπόρεσα σχεδόν ποτέ να συνδυάσω αυτό που κάνω με υλική, οικονομική ανταμοιβή. Ήταν σαν να μου το μόλυνε, τουλάχιστον τα πρώτα 20 χρόνια.
Δηλαδή θέλετε να μου πείτε ότι για είκοσι χρόνια δεν σας καιγόταν καρφί για το αν θα είχατε απολαβές από τη δουλειά σας;
Εννοείται ότι ήθελα και την υλική επιβράβευση, έστω ένα καφέ ρε παιδί μου, ή τα εισιτήριά μου, αλλά αν δεν συνέβαινε, δεν το επιζητούσα, οπότε δεν πληρωνόμουν. Έχει να κάνει και με το ότι τα πρώτα 20 χρόνια το περιβάλλον μου ήταν ερμητικά κλειστό, έκανα σχεδόν μόνο θέατρο, δεν μου έβγαινε καθόλου η σχέση με την κάμερα, αν και έκανα κάποιες ταινίες μικρού μήκους που τις αγαπάω πολύ.
Είχατε δηλαδή στο μυαλό σας ότι ηθοποιός σημαίνει θέατρο;
Ναι, οπότε είχα μια ελιτίστικη σχέση με τα πράγματα. Τόσο ελιτίστικη που -πώς να το πω και να γίνω πιστευτός- δεν με απασχολούσε να κάνω πρωταγωνιστικό ρόλο. Δεν ήταν αυτή η προτεραιότητα μου. Η ανάγκη μου ήταν να είμαι σε εμπλοκή με το όλο πράγμα, να προσποριστώ εμπειρίες. Σε βαθμό που ένιωθα ότι αν ήταν μάγκες όλοι αυτοί οι σπουδαίοι άνθρωποι με τους οποίους συνεργάστηκα, θα μου είχαν ζητήσει εκείνοι λεφτά για όσα έμαθα δουλεύοντας μαζί τους. Ήταν ένας πολύ μεγάλος κύκλος βαθιάς σπουδής και μελέτης σε ολοένα και πιο ειδικά πράγματα.
Ποιοι θεωρείτε ότι υπήρξαν οι πιο σημαντικοί σταθμοί της καριέρας σας μέχρι σήμερα;
Στο θέατρο απροσπέλαστες και ανεξίτηλες μορφές για μένα είναι δύο άνθρωποι: ο Άκης Δαβής που δεν υπάρχει πια στη ζωή, και ο Μιχαήλ Μαρμαρινός. Είχα παίξει στην Ηλέκτρα του Σοφοκλή ένα πολύ μικρό ρόλο, σε μια παράσταση που είχε κάνει με τη Νόνικα Γαληνέα και την Αμαλία Μουτούση. Η επαφή μας τότε, πριν από τριάντα χρόνια, υπήρξε τόσο πυκνή σπουδή που ακόμη αφομοιώνω πράγματα. Δεν μπορώ να σου πω καν τι του οφείλω. Δεν έχει υπάρξει στιγμή από το ’89 μέχρι σήμερα που να μην ανατρέχω σε αυτά τα τόσο πυκνά που είχαν συμβεί τότε. Όπως και στην εμπειρία μου στη δραματική σχολή του Εθνικού, που ήταν ένας άλλος κόσμος. Όλα αυτά είναι πράγματα που τα κουβαλάω σαν ευαγγέλιο. Ένας έξυπνος και ανοιχτός άνθρωπος όπως είναι ο Γιάννης Οικονομίδης είναι σαν να ξέρει ότι μπορεί να αντλήσει από αυτή την παρακαταθήκη. Δεν είναι πολλοί σαν τον Γιάννη.
Άρα για εσάς όπως ο Μαρμαρινός είναι ο άνθρωπος-κλειδί όσον αφορά το θέατρο. Ο Οικονομίδης είναι κάτι αντίστοιχο όσον αφορά το σινεμά;
Αρχικά μοιράστηκα τις αγωνίες μου με μικρομηκάδες, με τους οποίους μάθαινα και όλη τη λειτουργία της παραγωγής στην πράξη. Οπότε όταν ήρθαν οι πρώτοι μικροί ρόλοι σε ταινίες μεγάλου μήκους, είχα ήδη μια ιδιαίτερη σχέση με το μέσο. Μετά ήρθε και ο Μενέλαος Καραμαγγιώλης με το J.A.C.E. που ήταν ένα φροντισμένο, προς εμένα, πράγμα. Νομίζω ότι όσο δίνεσαι σε κάτι, θα σου δίνεται κι εκείνο, θα σου επιστραφούν πράγματα. Θυμάμαι την κάθε στιγμή των τελευταίων 30 χρόνων. Οπότε χρειάζομαι 30 χρόνια για να σου μιλήσω για όλες. Κυριολεκτώ.
Είναι ένα στοίχημα που βάζετε με τον εαυτό σου το να αποφεύγετε την όποια ερμηνευτική βολή έχετε κατακτήσει ως ηθοποιός όλα αυτά τα χρόνια;
Εννοείται ότι είναι μεγάλο ζήτημα. Κάθε επόμενο βήμα είναι μια πολύ μεγάλη ευθύνη απέναντι σε ό,τι έχει προϋπάρξει. Οι επιλογές για μένα δεν μπορούν να προκύπτουν από το σωρό ή μέσω μιας ροής σούπερ μάρκετ, να έχεις δηλαδή ένα βασικό ρόλο στο θέατρο κάθε τρεις μήνες και ταυτόχρονα να κάνεις τηλεόραση. Είναι άλλο πράγμα ο επαγγελματίας και άλλο ο καλλιτέχνης. Αν είσαι κομμάτι ενός τέτοιου μηχανισμού μπορείς φυσικά να είσαι καλός επαγγελματίας, αλλά δημιουργικός δεν μπορείς να είσαι όταν συμμετέχεις σε αλλεπάλληλες παραγωγές. Έχει γίνει πια καθεστώς ο απολύτως ελάχιστος χρόνος προετοιμασίας μίας δουλειάς. Μέσα σε δύο μήνες όμως δεν προλαβαίνεις να χωνέψεις ούτε καν το εξώφυλλο του πράγματος με το οποίο έχεις να ασχοληθείς. Δεν εννοώ να μάθεις τα λόγια, αλλά να τα αφομοιώσεις, να σε αφομοιώσουν εκείνα, να αφουγκραστείς το σκηνοθέτη, το περιβάλλον, τους συναδέλφους. Αυτό σημαίνει δημιουργία, δεν είναι η μαγκιά να μαθαίνεις τα λόγια γρήγορα και να κάνεις τα πάντα ανά πάσα στιγμή. Δημιουργία σημαίνει να ζεις γι’ αυτό που κάνεις, να είσαι αυτό που κάνεις. Δεν μπορεί να είναι κάτι ανώδυνο, επιφανειακό, ευκαιριακό.
Μήπως περιγράφετε μία ουτοπική συνθήκη; Ναι, να αφιερωθείς ψυχή τε και σώματι σε ένα εγχείρημα για μήνες ολόκληρους, αλλά δεν πρέπει να βγάλεις και τα προς το ζην;
Αυτό είναι κάτι που ο καθένας οφείλει να το επεξεργαστεί μόνος του, δεν είμαι εδώ για να απαντήσω πώς θα ζήσει. Είμαι όμως εδώ για να πω απερίφραστα ότι το άλλο σενάριο, δεν αποτελεί, φίλε μου, τέχνη. Ξεκάθαρα πράγματα. Αποτελεί προϊόν. Ξέρεις ποιος είναι ο τρόμος μου; Να έρθει κάποιος, να με δει και να μου πει «εντάξει όλα, ήσουν όπως είσαι πάντα». Σαν να μην έχω κάνει καμία μετατόπιση. Τότε, φίλε, θα υπάρχει σοβαρό θέμα. Το θέμα λοιπόν δεν είναι πώς θα ερμηνεύσω εγώ κάτι, αλλά το πώς θα υπάρξουν οι προϋποθέσεις ώστε να μετατραπώ σε ένα ηχείο για να ερμηνευτεί αυτό το κάτι. Οφείλεις κάθε φορά να παρουσιάζεσαι ως έτοιμος από καιρό, ακριβώς γιατί έχεις δουλέψει πολύ. Πρέπει να είσαι ασκημένος και ασκητής. Ο χρόνος είναι απαραίτητος για να επιτευχθεί αυτό. Γι’ αυτό εδώ και 22 χρόνια έχω ένα μικρό, μη κερδοσκοπικό σχήμα, που λέγεται Η Ρόζμαρυ στην Κορυφή των Λόφων. Είναι η μοναδική απόλυτα αδιαπραγμάτευτη συνθήκη μου, το έρμα μου. Με τη Ρόζμαρυ έχουμε κάνει για παράδειγμα την Ψυχολογία Συριανού συζύγου του Ροΐδη, έχουμε κάνει Μπέκετ, έχουμε κάνει τη Γυναίκα της Ζάκυθος του Σολωμού, έχουμε κάνει το τελευταίο κεφάλαιο από τους Δαίμονες του Ντοστογιέφσκι, έχουμε κάνει τη Μαύρη Γαλήνη του Μαρωνίτη…
Σε έναν ιδανικό κόσμο θα θέλατε να δουλεύετε μόνο με αυτό το θεατρικό σχήμα;
Όχι, σε καμία περίπτωση. Είναι όμως μία αναγκαία συνθήκη μου ώστε να μπορώ να ισορροπώ σε σχέση με τα υπόλοιπα πράγματα που κάνω. Δηλαδή αν δεν έχω αυτό, δεν μπορώ να παίξω κάπου αλλού και να το υπηρετήσω μέχρις εσχάτων. Είναι πολύ σημαντικό να μπορώ με τη Ρόζμαρυ να υλοποιώ πράγματα έξω από συμβάσεις και κανόνες. Είναι μια πολύ προσωπική διαδικασία που μου επιτρέπει να ασχοληθώ με πρότζεκτ που ακόμη κι αν δεν ευοδωθούν, εγώ θα έχω εξελιχθεί μέσω της διαδικασίας. Κατά ένα τρόπο είναι μια άσκηση επί προσωπικού. Κατά έναν άλλο είναι μια άσκηση ύφους στην αφαίρεση. Είναι κάτι που έχω ανάγκη. Γιατί ό,τι έχει συμβεί στη ζωή μου, έχει συμβεί από διαίσθηση, δεν υπάρχει ίχνος τακτικής από πίσω, ακόμη και στις ανθρώπινες σχέσεις.
Στα παιδιά σας δίνετε συμβουλές;
Το μόνο πράγμα που έχω επιλέξει συνειδητά να κάνω, γιατί είναι ο πιο ασφαλής δρόμος, είναι να είμαι παράδειγμα για το κάθε τι, κάθε στιγμή, ενδεχομένως κακό παράδειγμα μερικές φορές, όταν δεν μπορώ να υποκριθώ με το στανιό τον καλό και αγαθό, ελπίζω όμως τις περισσότερες φορές να είμαι καλό παράδειγμα, αν θες απλά και μόνο γιατί δε μου βγαίνει να είμαι σκατόψυχος. Αν πάντως συναντούσα το νεότερο εαυτό μου θα ευχόμουν μεγαλώνοντας να αποκτήσει ξανά, όπως μου συμβαίνει ακόμη, ένστικτο και διαίσθηση. Σου μιλάω ειλικρινά, όλα αυτά χρόνια ένιωθα εκ των προτέρων ποιος ήθελε να με κοροϊδέψει. Το ήξερα. Απλά δεν είχα τις δυνάμεις να αντιδράσω. Νιώθω όμως ότι έπρεπε οπωσδήποτε να συμβούν έτσι τα πράγματα. Η κάθε στιγμή υπήρξε σημαντική στον καιρό της. Το κάθε παρόν που ζούμε είναι ακραία σημαντικό. Αυτό είναι κάτι που μαθαίνεις δίπλα στα παιδιά. Δεν υπάρχει δεύτερη σκέψη πίσω τους. Ποτέ δεν με κορόιδεψε ένα από τα δύο, όπως μπορούμε να κοροϊδέψουμε οι ενήλικες επειδή έχουμε γαμηθεί στα τραύματα της εξαπάτησης. Ένα παιδί δεν το ‘χει αυτό. Ακόμη κι ένα παιδί που απολαμβάνει το ψέμα, το κάνει για την πλάκα του, όχι γιατί είναι και γαμώ τους απατεώνες στην ηλικία των 6, των 10, των 16 ή ακόμη και των 18.
Ώσπου το παιδί που, όπως λέτε, δεν είναι γαμώ τους απατεώνες θα μεγαλώσει και ενδεχομένως να γίνει κάπως έτσι.
Ίσως, αν έχει μεγαλώσει μαζί με ακατάλληλους ανθρώπους, που το αντιμετωπίζουν σαν απατεώνα από την ώρα που γεννήθηκε. Έρχεται η στιγμή που θα φύγει από το σπίτι και η πρώτη του προσλαμβάνουσα είναι η προβολή των αναφορών που ήδη έχουν συντελεστεί από μια μάνα κι έναν πατέρα που διαρκώς αμφιβάλλουν για το παιδί τους. Η δουλειά που πρέπει να κάνει ο κάθε γονιός δεν είναι απέναντι στο παιδί αλλά στον ίδιο του τον εαυτό ώστε να πιστέψει αυτό που φαντάζει απίστευτο. Είναι μια τρομακτική άσκηση, δεν μπορείς να κάνεις ότι το πιστεύεις, πρέπει να το πιστέψεις. Είναι όπως με τους ρόλους: δεν μπορείς να παίξεις ένα ρόλο. Δεν μπορείς να παίξεις τίποτα. Ή είσαι κάτι ή δεν είσαι. Οπότε για να είσαι κάτι ειδικό και συγκεκριμένο πρέπει να αντιληφθείς ποια είναι η συνθήκη μέσα στην οποία μπαίνεις, το σύνολο των παραμέτρων που οφείλεις να αφουγκραστείς. Σόρι, ξεφεύγω τώρα, το ξέρω, αλλά ο θεατής «παραμυθιάζεται» από την ενέργεια του ανθρώπου που παρακολουθεί στο θέατρο και το σινεμά. Ο οποιοσδήποτε σκηνοθέτης, είτε γαμάτος, είτε άχρηστος, μπορεί να φτιάξει κάτι. Αλλά αν μέσα σε αυτό το κάτι οι επιμέρους μονάδες είναι ασθενέστερες των αντικειμένων που τα πλαισιώνουν, τότε το μάτι του θεατή θα στραφεί στα αντικείμενα. Δηλαδή ο ευκάλυπτος εδώ δίπλα μας είναι σαφώς ανώτερος εσού και εμού, αν εγώ ταξιδεύω στο υπερπέραν την ώρα που ο φακός γράφει. Ο ευκάλυπτος ως δεδομένο είναι μύθος από μόνο του. Εγώ δεν είμαι. Εγώ πρέπει να καταστώ μύθος σε σχέση με μία συνθήκη. Αν λοιπόν εγώ γράψω στ’ αρχίδια μου τον ευκάλυπτο, απλώς εκείνος θα με βγάλει έξω από το κάδρο. Ο θεατής, ειδικά ο μη ασκημένος -και δεν το λέω με ψόγο αυτό- χρειάζεται να δει το μύθο μπροστά του για να γίνει κομμάτι του. Να δει ότι κάτι κάνεις, και όχι απλά ότι παίζεις. Γιατί είναι σαν να υπάρχει και στην υποκριτική μια νόρμα, σαν μία βιομηχανία πορνό να ορίζει τι εστί ερωτική επαφή.
Ιδεατός θεατής υπάρχει;
Όποιος είναι σε θέση να σου κάνει μια ερώτηση. Γιατί η ερώτηση είναι η αντίδραση σε κάτι που έχει ήδη συντελεστεί. Δε χρειάζεται να έχει συγκεκριμένες προδιαγραφές αυτός ο άνθρωπος. Απλά να υπάρξει κάποια στιγμή ανοιχτός ώστε να τον ερεθίσει κάτι, να του δημιουργήσει μία απορία που θα την εκφράσει.
Η αντίδραση κάποιου που έχει ράφια ολόκληρα με DVD της Criterion στο σπίτι του έχει την ίδια βαρύτητα με αυτά που θα πει κάποιος που βλέπει πέντε κατεβασμένες ταινίες το χρόνο;
Στην περίπτωση της Μπαλάντας έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον ο άνθρωπος που δεν έχει μεγάλη σχέση με το σινεμά. Όλη αυτή η θεωρητική προσέγγιση από το κονκλάβιο των ειδικών, που τις βγάζουν έξω και τις μετράνε, μου είναι αδιάφορη. Τον κυρ Μανώλη δεν τον νοιάζει ποιος απ’ όλους αυτούς την έχει πιο μεγάλη. Αν όμως ο κυρ Μανώλης πει «έλα εδώ ρε Οικονομίδη, κάτι δεν μου κάθεται καλά», υπάρχει ζήτημα. Γιατί δεν είναι το «κάτι δεν μου κάθεται καλά» του όποιου κριτικού ή κριτικίζοντα ή εκ προοιμίου αρνητικά φερόμενου ή με σαφέστατη πρόθεση για κάτι. Η τέχνη πρώτα και πάνω απ’ όλα αφορά στον θεατή της. Εννοείται ότι θεατές μπορούν να είναι όλοι. Αλλά η ζωτική αντίδραση είναι του ανθρώπου που δεν είναι ψυλλιασμένος, που δεν είναι προϊδεασμένος. Είναι απείρως σημαντικότερο να νιώθεις σαν ενέργεια το σχόλιο κάποιου που δεν μπορεί να το εκφράσει με λόγια και ορολογίες αυτό που κάνεις ως ηθοποιός. Αυτό που του κάνεις.
Σχόλια