Ο Ματρακάς

Ο Ματρακάς δεν περίμενε ποτέ κανέναν. Κατέβαινε με μεγάλο θόρυβο την κατηφόρα, στη στροφή κόρναρε, σταματούσε για μια στιγμή μπροστά στο κοινοτικό γραφείο και όσοι ήταν στην ώρα τους ανέβαιναν, κάθονταν και ο εισπράκτορας έκοβε τα εισιτήρια.
Παραμονή Χριστουγέννων ο Ματρακάς υπέφερε παραπάνω. Σαν να μην έφτανε ο ανήφορος είχε ένα σωρό κόσμο να κουβαλήσει. Στριμώχνονταν όλοι να χωρέσουν όρθιοι, τρεις-τρεις στις θέσεις και τα παιδιά αγκαλιά.
Προπαραμονή του 19.. περίμεναν στη στάση πολλοί. Εκεί μπροστά στο κοινοτικό γραφείο. Ο Ματρακάς είχε αργήσει, πράμα όχι παράξενο για κείνες τις γιορτινές μέρες. Οι μανάδες μάλωναν τα παιδιά να κάνουν υπομονή, οι γριές στράβωναν το στόμα τους με κάθε έναν που έφτανε στη στάση λες και ήταν αυτός που θα τους έπαιρνε τη θέση. Οι άντρες παράμερα κουτσοκουβεντιάζαν. Εκείνη ψιθύριζε
-Μάνα και φουστάνι!
-Ναι, κόρη μου και φουστάνι!
-Μάνα και παπούτσια!
-Ναι, κοπελούδα μ’ και παπούτσια!
-Μάνα και σταφιδόψωμο!
-Ναι, ναι και από αυτό!
Ο Ματρακάς όμως δεν ερχόταν. Όταν άξαφνα ακούστηκε το βουητό στην κατηφόρα, το κορνάρισμα, το φρένο στη στροφή. Όλοι τραβήχτηκαν παραμέσα να σταματήσει ο Ματρακάς. Εκείνος όμως έκοψε για μια στιγμή ταχύτητα και ύστερα σαν παλαβός ταύρος όρμησε τον ανήφορο.
-Ε! ε! ε!
Φώναζαν όλοι
-Σταμάτα κακό χρόνο να ‘χεις, σταμάτα!
-Να βρε, να!
Τα φάσκελα έπεφταν βροχή.
Ο Ματρακάς πέρασε και προσπέρασε και θόλωσε στα βουρκωμένα μάτια της καθώς τον έβλεπε να ξεμακραίνει.
Απόμειναν να κοιτάζουνε το Ματρακά να χάνεται.
Η μάνα την κοίταξε και είπε
-Να τον πάρει ο κόρακας! Μη στεναχωριέσαι κόρη μου, του χρόνου διπλά και τρίδιπλα τα καλούδια.
Την πίστεψε γιατί εκείνη ήξερε να κρατά υποσχέσεις.
Μόνο που τούτη η υπόσχεση έμεινε στα λόγια…
Εκείνη όμως στ’ αλήθεια ποτέ της δε λυπήθηκε για τα καλούδια που δεν πήρε, μονάχα για το ζεστό χέρι της μάνας που δεν θα την κρατούσε πια καθώς θα τραντάζονταν ο Ματρακάς.
Εις έτη πολλά!

Σχόλια