Μάριος Χάκκας 48(+1) χρόνια από τον θάνατό του

Από το efsyn.gr / Νόρα Ράλλη /08.20 
Ο άνθρωπος που δεν μπήκε σε μάντρα
«Εγώ θα πεθάνω για τον εαυτό μου και μόνο, δεν έχω σκοπό να πεθάνω για κανένα σκοπό, θα το γλεντήσω λοιπόν, είναι δική μου, καταδική μου υπόθεση αυτή η καταδίκη και δεν πρόκειται να τη φορτώσω σε άλλους»

Δεν ήξερα πως το 'χε γράψει πρώτος και αισθανόμουν περηφάνια σαν ανακάλυψα το «Μητσοτάρχας». Τόσα ήξερα τόσα πίστευα. Ο Μάριος Χάκκας ήταν ο πρώτος που το έγραψε (εννοείται καλύτερα): «Τόσα χρόνια μπουχτίσαμε από θαλαμάρχες, παρεάρχες, ακτινάρχες, όλων των ειδών τους άρχες, όρχεις που μας επέβαλλαν να κατουράμε στη βούτα κατά ομοιόμορφο τρόπο (έπρεπε το κάτουρο να χτυπάει στον τενεκέ αριστερά και πάνω, έτσι και σου ξέφευγε γινόσουν ύποπτος). Ου να χαθούνε». Και συνεχίζει ακόμα καλύτερα: «Εμ κι εμείς τ’ ανθρωπάκια που δεχθήκαμε χρόνια να τρώμε στη μάπα τη "ράγια"; Και να σκέφτομαι πως υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που αποδέχονται τους κανόνες μιας τέτοιας ζωής. Τι τους συμβαίνει και χώνονται μέσα στη μάντρα; Πάντως εγώ, απ’ όσο ξέρω και οι φίλοι μου, σε μάντρα δεν ξαναμπαίνω, οποιαδήποτε μάντρα».

Αυτό ακριβώς έκανε ο Μάριος Χάκκας στη μικρή ζωή του («έφυγε» πρόωρα στα 41 του χρόνια, το 1972, από καρκίνο): Δεν μαντρώθηκε και αγωνίστηκε γι' αυτό με το σώμα και την πένα του. Μαζί του, συνοδοιπόρισσα ζωής, η σύντροφός του Μαρίκα.

Το παρόν αφιέρωμα στο Μάριο Χάκκα γίνεται με αφορμή τη συμπλήρωση 48 χρόνων από τον θάνατό του (5 Ιουλίου 1972, μέσα στη χούντα). Το ξεκινήσαμε δε με μια πιο προσωπική αναφορά γιατί είναι σχεδόν αδύνατο να έρθεις σε επαφή με την προσωπικότητα και το έργο του Χάκκα και να μην το πάρεις προσωπικά. Το υπέροχο όμως είναι ότι προσωπικό και κοινωνικό, για να μην πω και πολιτικό, συναρμονίζονται εξαιρετικά στο έργο του. Ούτως ή άλλως, απ' όσα μπορούμε να γνωρίζουμε, ακριβώς έτσι ήταν και ο ίδιος.

Ο ίδιος - Το έργο του
Ο Μάριος Χάκκας ήταν λογοτέχνης. Σπουδαίος λογοτέχνης. Δεν πρόλαβε να γράψει πολλά, γιατί πέθανε νωρίς, αλλά όσα άφησε είναι διαμαντάκια. Το έργο του έγινε από κείμενο σε σχολικά εγχειρίδια έως αντικείμενο επιστημονικής, διδακτορικής διατριβής. Ο «Μπιντές» του διαβάζεται και ξαναδιαβάζεται ως ένα έργο ξεχωριστής γραφής, όπου με πάθος, ειρωνεία και σαρκασμό, περιγράφονται χωρίς κλισέ και φιοριτούρες όλα τα κλισέ της μικροαστικής ελληνικής κοινωνίας, αναδεικνύοντας έτσι τη βαθιά τραγικότητά της.

Ο Χάκκας γεννήθηκε το 1931 στη Μακρακώμη Φθιώτιδας αλλά όλη του τη ζωή την έζησε στην Καισαριανή, όπου τον θυμούνται (αυτόν και τη γυναίκα του) και τον τιμούν έως σήμερα (το 2019 η Ζωή Ξανθοπούλου, αντλώντας υλικό από τον βίο και τα άπαντα του σπουδαίου συγγραφέα, ανέβασε την παράσταση «Κανένα ρετούς. Θέλω την πραγματικότητα» στην καρδιά του αστικού κέντρου του Χάκκα, στην πλατεία Εργατικά).

Ενώ φοιτούσε στη Σχολή Σαμαρειτών του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού αποφάσισε και βοήθησε εθελοντικά τους εξόριστους στη Γυάρο - ήταν μόλις 19 ετών. Τον Απρίλιο του 1954 συνελήφθη για τη δράση του με τον νόμο 509 ως μέλος αριστερής οργάνωσης και καταδικάστηκε σε φυλάκιση 4 ετών (στις φυλακές Καλαμάτας και Αίγινας), με αποτέλεσμα να διακόψει τις σπουδές του στην (τότε) Πάντειο Σχολή (σήμερα Πάντειο Πανεπιστήμιο).

Στη φυλακή (που τότε δρούσε πραγματικά ως «πανεπιστήμιο») μελέτησε ξένες γλώσσες και στράφηκε στη συγγραφή ποιημάτων και διηγημάτων. Αποφυλακίστηκε το 1958 και υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία ως στρατιώτης γ' κατηγορίας (μουλαράς!). Ως στέλεχος της ΕΔΑ (1960-1967) πιάστηκε και επί χούντας, διώχθηκε και φυλακίστηκε εκ νέου. Από το 1969 άρχισε η περιπέτεια της υγείας του που ξεκίνησε από καρκίνο στα νεφρά και κατέληξε στον πνεύμονα. Τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του ταξίδεψε για εξετάσεις στο Λονδίνο, το Παρίσι, την Ελβετία, το Μιλάνο και τη Γερμανία.

Ο ίδιος πρόλαβε και έγραψε μία ποιητική συλλογή, με τίτλο «Ομορφο καλοκαίρι» (το μόνο βιβλίο του που ουσιαστικά πρόλαβε να δει τυπωμένο, αν και η τότε εκδότρια του «Κέδρου» Νανά Καλλιανέση κατόρθωσε και τύπωσε κάποια αντίτυπα του «Κοινόβιου», ώστε να το δει ο συγγραφέας τυπωμένο δύο μέρες πριν πεθάνει), τρία θεατρικά μονόπρακτα («Ενοχή», «Αναζήτηση», «Κλειδιά») καθώς και τις συλλογές διηγημάτων «Τυφεκιοφόρος του εχθρού», «Ο Μπιντές και άλλες ιστορίες» και «Το κοινόβιο».

Από τον Μάριο στον Χάκκα


Ο ένας τρόπος να γνωρίσεις τον Μάριο Χάκκα είναι το έργο του. Προσωπικό, δυνατό, έντονα περιγραφικό, με λέξεις που έφτιαχνε και ο ίδιος, κριτικό για τα όσα διαδραματίζονταν στη χώρα εκείνα τα χρόνια, ουσιαστικό και τρυφερό. Ο Θανάσης Βασιλείου συνομιλώντας με τον «εκδοτικό» συνοδοιπόρο του Χάκκα Αιμίλιο Καλιακάτσο (νυν εκδότη της «Στιγμής», τότε στον «Κέδρο») αναλύει ουσιαστικά το συγγραφικό του έργο, οπότε δεν θα επεκταθούμε περαιτέρω εδώ.

Ο δεύτερος τρόπος να γνωρίσεις τη σκέψη του Χάκκα και το πώς διαμορφώθηκε από Μάριος σε Χάκκα είναι τα δικά του λόγια. Μέσα από τις ελάχιστες συνεντεύξεις που έδωσε αλλά και τα όσα έλεγε ο ίδιος στους δικούς του ανθρώπους, όπως ο ανιψιός του Γιώργος Χάκκας, που μας μίλησε και μας προμήθευσε σπάνιο, αρχειακό υλικό. «Ηταν ένας ήρεμος άνθρωπος, κοντά στ' ανίψια του. Δυστυχώς δεν είχε δικά του παιδιά αλλά ήταν πολύ αγαπημένο ζευγάρι με τη γυναίκα του. Μιλούσαμε για μπάλα και μας έκανε να γελάμε», μας λέει.

Ωστόσο, μέσα από το έργο αλλά και τον δημόσιο λόγο του, δεν θα έλεγες πως ο Μάριος Χάκκας ήταν το υπόδειγμα του «χαρούμενου» ανθρώπου. Προβληματισμένος για το κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι, πάντοτε έψαχνε την ισορροπία ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό, μιας εσωτερικής ζωής που αντιτίθεται στις εξωτερικές συμβάσεις και συμβατικότητες, ενός προσωπικού οράματος που προσπαθεί να συνδιαλλαγεί με το συλλογικό όραμα.

Τόσο οι ήρωές του όσο και ο δημιουργός τους βιώνουν μια υπαρξιακή μοναξιά (πώς να μην, όταν κριτικάρεις κοινωνικές δομές και νόρμες) και μία ατομική αναζήτηση, που ανάγεται και σε πορεία ζωής. Δεν είναι τυχαίο πως ο Μάριος Χάκκας μπορούσε όχι μόνο να ερμηνεύει κοινωνιολογικά τα γεγονότα αλλά και να προβλέπει - και όλα αυτά με τον δικό του μοναδικό τρόπο. Ιδού:

Για το πολίτευμα: «Μετά την Ιουλιανή κρίση, τα περιθώρια δημοκρατικής νομιμοφάνειας εξαντλήθηκαν», λέει (εξαιρετικά προφητικά) σε συνέντευξη στην «Επιθεώρηση Τέχνης» (Δεκέμβριος 1966). «Για να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα αυλής, χούντας, ξένων, ο κατακουρελιασμένος κοινοβουλευτικός μανδύας της δικτατορίας είναι άχρηστος. Συγκαλυμμένη δικτατορία δε σηκώνει ο κόσμος. Ή θα παραδεχθούν το τέλος της υποτυπώδους Δημοκρατίας και το πέρασμα σε μία ουσιαστικότερη Δημοκρατία ή θα τραβήξουν ανοιχτά στην κατάλυσή της» (σ.σ.: λίγους μήνες μετά έγινε δικτατορία).

Για τη δημόσια συμβολή λογοτεχνών και καλλιτεχνών της Αριστεράς την περίοδο πριν από τη δικτατορία: «Μία ερώτηση θα έκανα: Μήπως εκμεταλλεύθηκαν τις συνθήκες στο διάστημα της δημοκρατικής διακυβέρνησης για να σπάσουν την απομόνωση από τον λαό που τους επέβαλε ο καραμανλισμός; Δεν εννοώ με την οποιαδήποτε δουλειά τους. Σαν προσωπικότητες, με το κύρος τους, νοιάστηκαν να δημιουργήσουν εκείνους τους δεσμούς με τις μάζες και με τις οργανώσεις τους που στηρίζουν τη Δημοκρατία και συνδέουν την Αριστερά από άλλους δρόμους με τον λαό; Πενήντα μορφωτικοί-εκπολιτιστικοί σύλλογοι μόνο στην Αθήνα-Πειραιά και η απουσία της πνευματικής Αριστεράς στους περισσότερους απ' αυτούς είναι χαρακτηριστική».

Αυτά έλεγε το 1966 (πόσο σύγχρονα ακούγονται!), ενώ ο ίδιος συμμετείχε στην ίδρυση του πρώτου πολιτιστικού συλλόγου της Καισαριανής (ΦΕΝ) το 1952 και από το 1964 ώς το 1967 διετέλεσε δημοτικός σύμβουλος Καισαριανής και ενίσχυσε σημαντικά τις δραστηριότητες της ΦΕΝ.

Με απλά λόγια, ήξερε τι έλεγε και από πολύ νωρίς.

«Γιατί πρέπει να πεθάνω στα σαράντα μου»

Από το efsyn.gr / Θανάσης Βασιλείου /08.20 
Η τελευταία συνέντευξη του Μάριου Χάκκα, Νοέμβρης 1972, λίγο πριν πεθάνει, στον Δημήτρη Ιατρόπουλο. Η συνέντευξη κυκλοφόρησε μετά τον θάνατο του Χάκκα (τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου) με το περιοδικό «Panderma - Παντός τέρμα ή παντός δέρμα», που εξέξιδε ο Λεωνίδας Χρηστάκης.

Ο Μάριος Χάκκας (1931-1972) ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά που διαμορφώθηκε σε ατμόσφαιρα ιστορικών συμβάντων. Στα γραπτά του άφησε όλη την υπαρξιακή αγωνία, ζητώντας χρόνο «…επειδή ξεκίνησα να γράφω λιγάκι μεγάλος, τριανταπέντε και βάλε...». Βέβαια, η πίστωση χρόνου ήταν δυσανάλογα μικρή. Ωστόσο, ο καταδικασμένος, ο «άρρωστος» γραφιάς της πρόθεσης για ζωή, μελαγχολικός, είρωνας και αυτοσαρκαζόμενος, κατάφερε να γίνει ο κοινωνικός ψυχογράφος της συγχυσμένης μικροαστικής και αγωνιστικής ελληνοπρέπειας, που ονειρεύτηκε, που σκέφτηκε φωναχτά, που υπέφερε, βασανίστηκε και στοχάστηκε τον κόσμο σε πνιγηρούς καιρούς.

Ο Αιμίλιος Καλιακάτσος, ο εκδότης της «Στιγμής» (στη μαρτυρία του οποίου οφείλεται το σημείωμα τούτο), θυμάται τον Μάριο Χάκκα στο τυπογραφείο των Αδελφών Κωνσταντινίδη στη Χαριλάου Τρικούπη να βγάζει, με δικά του έξοδα, την πρώτη και μόνη ποιητική συλλογή, το «Ομορφο καλοκαίρι» (1965) και την πρώτη συλλογή διηγημάτων «Τυφεκιοφόρος του εχθρού» (1966).

Ο Καλιακάτσος τον θυμάται το 1969 στον «Κέδρο» της Νανάς Καλλιανέση, με παρέα τους ποιητές Θωμά Γκόρπα, Θανάση Κωσταβάρα (ο οδοντίατρος-ποιητής που είχε συνοδεύσει τον Μάριο Χάκκα για θεραπεία στο Λονδίνο), Βύρωνα Λεοντάρη κ.ά. Εκεί πήγε τη συλλογή «O Μπιντές και άλλες ιστορίες» (1970) με εικονογραφικά σχέδια του Τάκη Σιδέρη. «Βγάλτε τό μου, γιατί παθαίνω», τους είπε. Τελικά, όπως λέει ο Καλιακάτσος, πρόλαβε να δει τυπωμένο και το «Κοινόβιο» (1972) και δύο μέρες μετά, στις 5 Ιουλίου 1972, πέθανε. Η Καλλιανέση είχε τυπώσει και δέσει βιαστικά 15-20 «Κοινόβια» χωρίς κείμενο οπισθόφυλλου. Το κείμενο για το οπισθόφυλλο το έγραψε λίγο μετά (χωρίς, βέβαια, να το υπογράψει) ο Τάκης Σινόπουλος ‒ που ως γιατρός είχε συμπαρασταθεί στην περιπέτεια υγείας του Χάκκα.

Ο Χάκκας, πέρα από τον δικό του ιδεολογικό προσανατολισμό που τον συνδέει με τη γενιά της ήττας, μιλώντας με πρωτοπρόσωπη ή τριτοπρόσωπη αφήγηση κατάφερε να μεταφέρει ψυχικούς τρόπους∙ πλάνα και συναισθηματικά φορτία της Κατοχής, της Αντίστασης, του Εμφυλίου, των Ιουλιανών, της ιδεολογικής σύγκρουσης με την Αριστερά κ.λπ. Μπόρεσε να φωτίσει μικρόκοσμους από τη συμβολοποιημένη λαϊκή Καισαριανή και την Αθήνα, και οι μικρόκοσμοί του λειτούργησαν σαν δηλώσεις τιμής με ολοζώντανο το ανθρώπινο ανάγλυφό τους.

Με το σαρωτικό κύμα της αλήθειας του, την ποιότητα του καταληκτικού ασθενούς από το χείλος του τάφου, τα διηγήματα του Χάκκα εκφράζουν τα κουσούρια αλλά και τα πάθη της μεταιχμιακής γενιάς του. Επικρίθηκε για τον «Μπιντέ» του διότι δεν υπηρέτησε –τάχα‒ κάποια ιστορική νομοτέλεια, ούτε τις ιδεολογικές βεβαιότητες που όφειλε να έχει –σύμφωνα με τους επικριτές του‒ η στρατευμένη τέχνη στις ιδεολογικές της αναζητήσεις. Αργότερα, όλα αυτά, ευτυχώς, ανασκευάστηκαν εν μέρει από τον Παύλο Ζάννα και τον Δ. Μαρωνίτη με διεξοδικότερο τρόπο. Μαζί με τον Χάκκα, επικρίθηκε και η Νανά Καλλιανέση και ο «Κέδρος» που εξέδωσε το βιβλίο. Η κυκλοφορία του «Μπιντέ» ήταν μια εμπορική αποτυχία που, όμως, μετά τη Μεταπολίτευση –και τον θάνατο του συγγραφέα‒ μετατράπηκε σε επιτυχία που βρήκε τον προορισμό της με πολλαπλές εκδόσεις μαζί με το «Κοινόβιο» και τα «Απαντα». Γιατί, βλέπετε, τα «μαύρα πρόβατα» της Αριστεράς είχαν αρχίσει, από το 1974 και μετά, να δικαιώνονται (βλέπε Χάκκας, Αλεξάνδρου, Τσίρκας κ.ά.).

Ειδικότερα ο Χάκκας ιστόρισε «τα σπαράγματα της τεμαχισμένης ψυχής», «για όσο κράτησε το μπικ του». Ιστόρισε μπεάτους, ονειροπόλους, καθάρματα και αγίους, νικητές και ηττημένους, κορίτσια και γριές, παλικάρια και γέρους... Μέσα από το πικρό βιωματικό τραύμα των ιδεολογικών ματαιώσεων και το καταστάλαγμα των συλλογικών αγώνων, συνάμα με την αγωνία του θανάτου, στο τέλος, έκανε κάτι μεγαλειώδες: διερεύνησε την πιθανότητα της λύτρωσης, την ονειρική διάσταση, τον παραμυθητικό λόγο, τον κόσμο όπου όλα μπορούν να γίνουν εφικτά στον κύκλο της μικρής επίγειας ζωής και τη μετουσίωσή της σε πνευματική δημιουργία.

Τελικά, μάλλον αυτό ήταν που μ’ άρεσε στον Μάριο Χάκκα όταν τον διάβαζα φοιτητής. Το ότι κατάφερε να φτιάξει μια τουαλέτα με «Μπιντέ», παραμπιντέ κι όλα τα απαστράπτοντα για να μετατρέψει το Λεκανοπέδιο της Αττικής σ' έναν απέραντο μπιντέ και να στήσει το δικό του στοχαστικό «Κοινόβιο» (στην τελευταία συλλογή του) – ένα καταφύγιο, μια λυτρωτική έξοδο στη μνήμη, μια ωδή στα οράματα της νιότης και σπονδή στην πίκρα που άφησε ο χρόνος. «Βάλτε επικεφαλής μια μητέρα στο Υπουργείο Γεννήσεων, έναν εικοσάρη στο Υπουργείο του Ερωτα κι ένα γεροντάκι στο Υπουργείο Θανάτου. Κι αυτή ας είναι όλη κι όλη η κυβέρνηση», έλεγε. Οπως και: «Τώρα που ωρίμασα μαζί με το νεφρό μου που έσκασε καρπούζι στον ήλιο... Δε θέλω χρόνο. Ζωή θέλω, μ’ όλο που το δεύτερο προϋποθέτει το πρώτο, ζωή να τη σπαταλήσω πίσω από τις φράσεις, ζωή να χτίσω παραγράφους, να οικοδομήσω ένα έργο».

Ο Χάκκας έχτισε λαμπρές παραγράφους, οικοδόμησε στέρεα το έργο του. Μας σιγοψιθύρισε κι απομακρύνθηκε στο ραντεβού του με τον θάνατο που τον είχε πρώτο κολλητό του, όσο ήταν ζωντανός.

Σχόλια