Από το f/b Katerina Papageorgiou / 20.03.20
ΕΞΙ ΜΗΝΕΣ ΜΕΤΑ (ΑΥΤΗ ΤΗ ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΠΑΛΙ ΙΣΗ ΜΕ ΤΗ ΝΥΧΤΑ)
Και θυμάμαι κάτι ψηλοτάβανα απογεύματα
– ψιθύρους και τριξίματα από σαράκι και καντήλι
και κάτι φτερωτές σκιές που σε απειλούσαν–
την κορυφογραμμή σου ξαπλωμένη κόντρα στο παράθυρο
(είχατε πιάσει από μία του πλευρά εσύ και το καλοκαιράκι
και συνηχούσατε άπνοιες αντιστικτικά).
Θυμάμαι τις κινήσεις σου να ξεφλουδίζονται ολοένα,
εκθέτοντας ανενδοίαστα σωρούς αυτοσυντήρηση απείθαρχη από κάτω.
Θυμάμαι το σεντόνι σου παλίρροια,
μια την τραβούσες, μια την έσπρωχνες,
λες και δεν είχε ήδη αποφασίσει το κορμί σου να πεθάνει, με ή χωρίς αυτό.
Με εξόργιζε εκείνο το σεντόνι,
η ξιπασμένη βεβαιότητά του πως θα έμενε στο σπίτι πολύ αφού θα έφευγες εσύ.
Θυμάμαι επίσης το λευκό που λίγο λίγο και άηχα κάθισε πάνω σου,
λες κι ήθελε να φτιάξει γήρας,
–εσένα που δεν γέρασες ποτέ, ήθελε να σε κάνει γέρο,
μήπως και μας λυπήσει ένα τσικ λιγότερο ο θάνατος.
Τζάμπα ξοδεύτηκε τόσο λευκό πάντως, αν τούτος ήταν ο σκοπός.
Και, βέβαια, θυμάμαι το χαμόγελό σου
–όσο εξαϋλωνόταν, τόσο γινότανε της μάνας σου–
πώς το ΄στρωνε επάνω στον θυμό, στην αγωνία, στην κούρασή μας
κι ακαριαία τα μούδιαζε•
κι από το μούδιασμα φύτρωνε λατρεία,
μόνο λατρεία, απάτητη και άπατη.
Και το κορμί σου ανακαλώ,
μέρα τη μέρα να αναμετριέται με το να γίνεται όχι-πια-κορμί.
Θυμάμαι όταν το είδα τελευταία,
να έχει κερδίσει μία μάχη όπου η νίκη ήταν να χάσει,
άδειο από σένα πια, χυμένο στα σεντόνια
τη μέρα εκείνη που ήταν ίση με τη νύχτα.
Έμοιαζε να σε βρήκα όπως σε άφησα νωρίτερα,
έπρεπε όμως να με πείσω πως, όχι, δεν σε βρήκα.
(Σε βρήκα, άραγε, ποτέ; )
Επουσιώδεις λεπτομέρειες, θα μου πεις...
Το χρονοτρύπανο σπινιάρει έκκεντρα απόψε,
πιτσίλησε αναμνήσεις ασυνάρτητες παντού
κι όμως ακόμη δεν συνάντησε τη φλέβα που κουβαλάει τις απαντήσεις.
Είδες, κατάλαβες, μπαμπά μου, τι σου ’δειχνα στην άμμο
ασπρόμαυρο εγώ τότε, ανένδοτο, ακατάβλητο μωρό;
Και θυμάμαι κάτι ψηλοτάβανα απογεύματα
– ψιθύρους και τριξίματα από σαράκι και καντήλι
και κάτι φτερωτές σκιές που σε απειλούσαν–
την κορυφογραμμή σου ξαπλωμένη κόντρα στο παράθυρο
(είχατε πιάσει από μία του πλευρά εσύ και το καλοκαιράκι
και συνηχούσατε άπνοιες αντιστικτικά).
Θυμάμαι τις κινήσεις σου να ξεφλουδίζονται ολοένα,
εκθέτοντας ανενδοίαστα σωρούς αυτοσυντήρηση απείθαρχη από κάτω.
Θυμάμαι το σεντόνι σου παλίρροια,
μια την τραβούσες, μια την έσπρωχνες,
λες και δεν είχε ήδη αποφασίσει το κορμί σου να πεθάνει, με ή χωρίς αυτό.
Με εξόργιζε εκείνο το σεντόνι,
η ξιπασμένη βεβαιότητά του πως θα έμενε στο σπίτι πολύ αφού θα έφευγες εσύ.
Θυμάμαι επίσης το λευκό που λίγο λίγο και άηχα κάθισε πάνω σου,
λες κι ήθελε να φτιάξει γήρας,
–εσένα που δεν γέρασες ποτέ, ήθελε να σε κάνει γέρο,
μήπως και μας λυπήσει ένα τσικ λιγότερο ο θάνατος.
Τζάμπα ξοδεύτηκε τόσο λευκό πάντως, αν τούτος ήταν ο σκοπός.
Και, βέβαια, θυμάμαι το χαμόγελό σου
–όσο εξαϋλωνόταν, τόσο γινότανε της μάνας σου–
πώς το ΄στρωνε επάνω στον θυμό, στην αγωνία, στην κούρασή μας
κι ακαριαία τα μούδιαζε•
κι από το μούδιασμα φύτρωνε λατρεία,
μόνο λατρεία, απάτητη και άπατη.
Και το κορμί σου ανακαλώ,
μέρα τη μέρα να αναμετριέται με το να γίνεται όχι-πια-κορμί.
Θυμάμαι όταν το είδα τελευταία,
να έχει κερδίσει μία μάχη όπου η νίκη ήταν να χάσει,
άδειο από σένα πια, χυμένο στα σεντόνια
τη μέρα εκείνη που ήταν ίση με τη νύχτα.
Έμοιαζε να σε βρήκα όπως σε άφησα νωρίτερα,
έπρεπε όμως να με πείσω πως, όχι, δεν σε βρήκα.
(Σε βρήκα, άραγε, ποτέ; )
Επουσιώδεις λεπτομέρειες, θα μου πεις...
Το χρονοτρύπανο σπινιάρει έκκεντρα απόψε,
πιτσίλησε αναμνήσεις ασυνάρτητες παντού
κι όμως ακόμη δεν συνάντησε τη φλέβα που κουβαλάει τις απαντήσεις.
Είδες, κατάλαβες, μπαμπά μου, τι σου ’δειχνα στην άμμο
ασπρόμαυρο εγώ τότε, ανένδοτο, ακατάβλητο μωρό;
Σχόλια