20 ελληνικές ταινίες που καθόρισαν τον εικοστό πρώτο αιώνα (μέχρι σήμερα)

Από το lifo.gr /Από τον Γιάννη Βασιλείου
https://www.lifo.gr/culture/cinema/20-ellinikes-tainies-poy-kathorisan-ton-eikosto-proto-aiona-mehri-simera
Ήδη από τα τέλη των ’90s το κοινό είχε αρχίσει να εμπιστεύεται και πάλι το ελληνικό σινεμά, με το είδος της κωμωδίας να κρατά την εμπορική μερίδα του λέοντος, κάτι που δεν άλλαξε δραματικά με το πέρασμα στον εικοστό πρώτο αιώνα, τουλάχιστον όχι κατά την πρώτη δεκαετία. Πέντε-έξι σταθερά αξιόπιστοι σκηνοθέτες του παρελθόντος συνέχισαν να κάνουν το σινεμά τους, ενώ άρχισαν να ξεπηδούν και ενδιαφέροντες νέοι δημιουργοί, πρόθυμοι να ξεφύγουν από την εσωστρέφεια και την αυταρέσκεια του νέου ελληνικού κινηματογράφου και να δοκιμάσουν πράγματα.

Καθώς πλησίαζε η δεύτερη δεκαετία, οι ελληνικές ταινίες άρχισαν να γίνονται περιζήτητες στα διεθνή φεστιβάλ, κέρδισαν βραβεία, έφτασαν μέχρι και τα Όσκαρ, παράλληλα, όμως, έχασαν έδαφος στις προτιμήσεις του εγχώριου σινεφίλ κοινού. Έκοβαν πού και πού εισιτήρια κάποιες κωμωδίες αμφιβόλου ποιότητας, έσπασαν τα ταμεία και μερικές αξιοπρεπείς απόπειρες στο αγνό, στρωτό αφηγηματικό σινεμά, μα οι ταινίες του λεγόμενου «καλλιτεχνικού» κυκλώματος σημείωναν θλιβερές εισπράξεις. Όσο για την επόμενη μέρα της πανδημίας; Εκ των πραγμάτων, άγνωστη.

Στο μεταξύ, με το 1/5 του αιώνα ήδη συμπληρωμένο, δίνεται μια καλή αφορμή για μια ανασκόπηση υπό τη μορφή λίστας. Ο μοναδικός κανόνας που τέθηκε είναι να υπάρχει μία ταινία ανά σκηνοθέτη, μια ρήτρα απαραίτητη ώστε να υπάρξει πολυφωνική εκπροσώπηση και να μην πληρωθούν οι περισσότερες θέσεις από τους συνήθεις υπόπτους, αν και γέννησε ερωτήματα που εξασφάλισαν άγρυπνες νύχτες στον υπογράφοντα – η απόφαση ανάμεσα στην «Αληθινή Ζωή» και τη «Στρέλλα» ελήφθη στο τέλος με γνώμονα την ιστορική σημασία, μα παραλίγο να ληφθεί με το στρίψιμο κέρματος.

Ερωτήματα σαν το παραπάνω μπορούν να προκαλέσουν κρίση πανικού και προσωρινή διπλωπία σε έναν εμμονικό σινεφίλ. Αν συνυπολογίσεις την ευθύνη της κριτικής αποτίμησης και της υπογραφής –στον βαθμό και με τη σοβαρότητα που τις υπολογίζει ο καθένας‒, γίνεται εύκολο να αντιληφθείς ότι η κατάρτιση οποιασδήποτε κινηματογραφικής λίστας δεν είναι εύκολη υπόθεση.

Από την άλλη, μια λίστα δεν (θα έπρεπε να) είναι τίποτα παραπάνω από ένα παιχνίδι, μια αφορμή για να γράψεις μερικές γραμμές για σινεμά και να συστήσεις τίτλους στον αναγνώστη για τον επόμενο οικιακό σινεμαραθώνιο. Στις ταινίες που ακολουθούν, πέρα από τους προφανείς τίτλους, οι οποίοι δεν θα μπορούσαν να λείπουν για κανέναν αντικειμενικό ή υποκειμενικό λόγο, υπάρχουν και κάποιες αξιόλογες που είτε ξεχάστηκαν είτε δεν έλαβαν τη δέουσα προσοχή όταν βγήκαν στις αίθουσες. Όλες μαζί συνθέτουν μια σφαιρική εικόνα για το ελληνικό σινεμά του εικοστού πρώτου αιώνα.

Φθηνά Τσιγάρα (2000) του Ρένου Χαραλαμπίδη
Μια βόλτα στην άδεια Αθήνα που κάνουν ένας συλλέκτης εμπειριών κι ένα κορίτσι (ή αλλιώς μια σύντομη ιστορία αγάπης, σαν εκείνη τη βροχή) αναγορεύει τον Χαραλαμπίδη σε κινηματογραφικό ποιητή της αστικής νύχτας και εκείνων των εφήμερων στιγμών που κρατούν μια αιωνιότητα, φυλαγμένες σε ένα τρόλεϊ γεμάτο περιστέρια, όπου φυσά βουρκωμένος ένας αέρας ζεστός. Δεν έκανε εισιτήρια όταν βγήκε, στη συνέχεια αγαπήθηκε όσο όλες οι υπόλοιπες ταινίες της λίστας μαζί.

Αγέλαστος Πέτρα (2000) του Φίλιππου Κουτσαφτή
Καταγράφοντας υλικό επί δέκα χρόνια στην περιοχή της Ελευσίνας, ο Φίλιππος Κουτσαφτής συνέλαβε με τον φακό του πρόσωπα, γεγονότα και αλλαγές, επιχειρώντας να συνδέσει το αρχαίο με το σύγχρονο, το (δι)αχρονικό με το επίκαιρο, την ύλη με το πνεύμα. Με αρωγούς μια λυρική αφήγηση και τη μουσική υπόκρουση του Κωνσταντίνου Βήτα, τα κατάφερε μια χαρά. Πιθανότατα ό,τι καλύτερο έχουμε να επιδείξουμε σε ντοκιμαντέρ ως εθνική κινηματογραφία, μαζί με το επίσης δικό του «Αρκαδία Χαίρε».

Δεκαπενταύγουστους (2001) του Κωνσταντίνου Γιάνναρη
Με αφετηρία την εθνική αργία του Δεκαπενταύγουστου, η ελληνόφωνη κατάθεση σε μία τις πιο δημοφιλείς υποκατηγορίες της κινηματογραφικής μυθοπλασίας μέσα στη δεκαετία, το σπονδυλωτό δράμα, είναι ένα φιλμ με σκηνοθετική ενέργεια, δραματικές εντάσεις και ήρωες που αναζητούν ένα θαύμα ‒ από τον διπλανό τους, από τη Θεοτόκο, από τη μοίρα, απ’ όποιον μπορεί να ακούσει τις εκκλήσεις τους.

Δύσκολοι Αποχαιρετισμοί: Ο μπαμπάς μου (2002) της Πέννυς Παναγιωτοπούλου
Σπάνιες οι φορές που το ελληνικό σινεμά έχει επιχειρήσει να κοιτάξει τον κόσμο μέσα από το παιδικό βλέμμα. Με την Αθήνα του ’69, μια ανεκπλήρωτη πατρική υπόσχεση κι έναν πιτσιρικά που καλείται να συμφιλιωθεί με την ιδέα και την αίσθηση της απώλειας –μεγάλη η απόσταση ανάμεσα στις δύο‒, οι «Δύσκολοι Αποχαιρετισμοί» συνιστούν σίγουρα την πιο καλαίσθητη και μάλλον την πιο εύστοχη περίπτωση. Μια πολύ τρυφερή ταινία.

Ο Βασιλιάς (2002) του Νίκου Γραμματικού
Άρτι αποφυλακισθείς, ο Βαγγέλης καταφεύγει στην πατρική του οικία σε χωριό της Πελοποννήσου, στοχεύοντας σε ένα νέο ξεκίνημα, για να διαπιστώσει σύντομα ότι αυτός ο κόσμος, περισσότερο και από τον Ξένο, δεν ανέχεται τις δεύτερες ευκαιρίες – ίσως γι’ αυτό και να τις στερείται. Κτηνώδης ερμηνεία από τον Βαγγέλη Μουρίκη σε ένα οργισμένο, μα ποτέ φωνακλάδικο κατηγορώ απέναντι σε όσα συνθέτουν εκείνο που η ελληνική επαρχία λογαριάζει για «ήσυχο».

Πολίτικη Κουζίνα (2003) του Τάσου Μπουλμέτη
Το φαγητό και η παρασκευή του ως ιεροτελεστία συνώνυμη και συστατική της ανθρώπινης εμπειρίας, οι ρίζες, ο νόστος, ο έρωτας και ένα μουσικό score που ενισχύει τη δυναμική της εικόνας διά χειρός Ευανθίας Ρεμπούτσικα συνθέτουν ένα εύγευστο κινηματογραφικό έδεσμα μαζικής κατανάλωσης και εμβέλειας, το οποίο παιζόταν επί μήνες στις ελληνικές αίθουσες, καταρρίπτοντας το ένα εισπρακτικό ρεκόρ μετά το άλλο – άλλες εποχές, άλλα σινεφιλικά ήθη.

Delivery (2004) του Νίκου Παναγιοτόπουλου
Από τους σκηνοθέτες που ερωτεύτηκαν την αθηναϊκή πρωτεύουσα όσο λίγοι, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος παρουσιάζει εδώ ένα οδοιπορικό στην άλλη, περιθωριακή πλευρά της πόλης, μέσα από μια σειρά συναντήσεων που θα μεταμορφώσουν έναν άγγελο εξ ουρανών σε «εξολοθρευτή». Τα ανεκδοτολογικής φύσης επεισόδια χρωματίζουν μια ως επί το πλείστον μαυρόψυχη εγχώρια δημιουργία που δυστυχώς έχει ξεχαστεί σήμερα.

Hardecore (2004) του Ντένη Ηλιάδη
Σκοτεινό παραμύθι χαμένης νιότης, επηρεασμένο εμφανώς από το δυτικότροπο σινεμά του σοκ που εκείνη την περίοδο πρωτοστατούσε φεστιβαλικά, καταφέρνοντας να διεισδύσει ακόμα και στη χολιγουντιανή παραγωγή. Έστω και με τις εμφανείς δραματουργικές του αδυναμίες, το «Hardcore» έφερε λίγη τόλμη και μια διαφορετική φιλοσοφία κατασκευής στην ελληνική παραγωγή της εποχής, κάτι που δεν μπορείς παρά να του αναγνωρίσεις. Εύλογα αποτέλεσε εισιτήριο προς την άλλη πλευρά του Ατλαντικού για τον δημιουργό του.

Το όνειρο του σκύλου (2005) του Άγγελου Φραντζή
Εφιάλτες και ονειρότοποι στη νυχτερινή Αθήνα σε ένα υπερκινητικό, σουρεαλιστικό, σινεφιλικό κινηματογραφικό παραμύθι που ενώνει το φανταστικό με το πραγματικό, τον Άρη Σερβετάλη με τον Μάρκο Λεζέ, τον Ντέιβιντ Λιντς με τον Νίκο Παναγιωτόπουλο. Όχι εντελώς πετυχημένο, αλλά αναμφισβήτητα ενδιαφέρον φορμαλιστικό παιχνίδι, από εκείνα που δεν συναντάς συχνά στην εγχώρια κινηματογραφική παραγωγή.

Η ψυχή στο στόμα (2006) του Γιάννη Οικονομίδη
Το φιλμικό ιδίωμα του Γιάννη Οικονομίδη ‒αν μεγάλωνες στην επαρχία και αν εξαιρέσεις την επανάληψη της πρόζας, το λες ως και ημιντοκιμαντερίστικο‒ βρίσκει την τελείωσή του με την «Ψυχή στο στόμα». Δίχως ίχνος υπερβολής, ένα από τα πιο βίαια φιλμ που γυρίστηκαν ποτέ, το οποίο αποτυπώνει με γλαφυρό τρόπο τον εκφασισμό μιας στωικής φιγούρας μέσα από τις αδυσώπητες συγκρούσεις της με μια φασίζουσα καθημερινότητα.

Κυνόδοντας (2009) του Γιώργου Λάνθιμου
To κομβικό σημείο όπου το ελληνικό σινεμά αποτάσσεται την εσωστρέφεια, αγκαλιάζει θεματικές καθολικού ενδιαφέροντος και αποκτά διεθνή δυναμική. Με συνδετικό κρίκο το μοτίβο της αναπαράστασης, που είναι κοινό σε αρκετά έργα του καλλιτεχνικού ρεύματος, οι Γιώργος Λάνθιμος και Ευθύμης Φιλίππου γεννούν αυτό που μέρος της θεωρίας ονόμασε «greek weird wave» και αγκαλιάστηκε από τα μεγάλα φεστιβάλ αλλά και από την Ακαδημία των Όσκαρ. Τίποτε από αυτά δεν θα είχε συμβεί δίχως το καυστικό γλωσσικό παιχνίδι, τις σαδιστικές διαδικασίες κοινωνικοποίησης και την κλινική εικονογραφία του «Κυνόδοντα».

Στρέλλα (2009) του Πάνου Κούτρα
Η μεγάλη queer στιγμή του ελληνικού σινεμά έρχεται με μια αποκαλυπτική ερμηνεία πρωτοεμφανιζόμενης ηθοποιού, ολίγη δόση από μαγικό ρεαλισμό σε μια χαρακτηριστική ερωτική σκηνή και μια συγκλονιστική σκηνή αναγνώρισης στην παράδοση της αρχαίας τραγωδίας. Η καλή προαίρεση του επιλόγου, που επιχειρεί να επανασυστήσει το παραδοσιακό μοντέλο της πυρηνικής οικογένειας, ισοφαρίζει τη δραματουργική αστοχία του, η οποία έτσι κι αλλιώς δεν είναι τόσο μεγάλη ώστε να αναιρέσει ό,τι προηγήθηκε.

Άπνοια (2010) του Άρη Μπαλαφούκα
Με πρασινωπά φίλτρα, διπλοτυπίες, εντυπωσιακές υποβρύχιες λήψεις, τις συνθέσεις του Νίκου Κυπουργού να υπογραμμίζουν το σασπένς και μια αφήγηση που κάνει την ιστορία συναρπαστικότερη απ’ όσο πραγματικά είναι, η «Άπνοια» είναι μια γοητευτική πρώτη ταινία, μια απλή και ταπεινή κατάθεση στο αφηγηματικό σινεμά, που αφήνει υποσχέσεις για το μέλλον – δικαιολογημένα περιμένεις να δεις τι μπορεί να κάνει ο σκηνοθέτης, έχοντας πιο φιλόδοξο υλικό στα χέρια του.

Attenberg (2010) της Αθηνάς-Ραχήλ Τσαγγάρη
Η Μαρίνα μιμείται τα ζώα για να γίνει αποδεκτή από την «αγέλη», όπως ακριβώς η πόλη στην οποία ζει μιμείται ξένα βιομηχανικά πρότυπα, σε μια χώρα από την οποία το τρένο της βιομηχανικής ανάπτυξης δεν πέρασε ποτέ. Και με τη μίμηση έρχεται η αλλοτρίωση και η ομογενοποίηση, οπότε η αλλαγή παραμένει μια άπιαστη ουτοπία. Θαυμάσιο ντεμπούτο, το οποίο ακολούθησε το ισοδύναμο «Chevalier», μια κατά διαστήματα ξεκαρδιστική αποδόμηση του αρσενικού ανταγωνισμού.

Ο Μανάβης (2013) του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου
Ακολουθώντας τον μανάβη του τίτλου, που επί δεκαετίες γυρίζει τα απομακρυσμένα χωριά της Πίνδου και, εκτός από τις προμήθειες, μεριμνά για τη σύνδεση των κατοίκων με τον υπόλοιπο κόσμο, ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος παρέδωσε ένα ντοκιμαντέρ όχι μόνο για επαγγέλματα και συνήθειες που χάνονται αλλά και για μια αθέατη πλευρά της ελληνικής υπαίθρου, η οποία συνήθως απασχολεί το σινεμά μόνο σκωπτικά. Ιδανικό double bill με τον «Γιο του Φύλακα», ταινία μυθοπλασίας του ίδιου σκηνοθέτη, που μπορεί να υπερηφανεύεται για ένα από τα συγκινητικότερα φινάλε των τελευταίων ετών.

Η αιώνια επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά (2013) της Ελίνας Ψύκου
Σε αυτήν τη στυλάτη ακροβασία ανάμεσα στην κωμωδία του παραλόγου και την αλληγορία, ένας τηλεοπτικός παρουσιαστής σκηνοθετεί την εξαφάνισή του ώστε να μπορέσει να κάνει θριαμβευτική επάνοδο στη showbiz. Ο ήρωας πασχίζει –όπως η χώρα;‒ να επαναφέρει ένα «ένδοξο» παρελθόν, το οποίο έχει πάψει πια να υπάρχει και ενδεχομένως να ήταν λιγότερο ένδοξο απ’ όσο πίστευε. Ίσως η αμηχανία του τελευταίου μέρους να αντανακλά και την αμηχανία μιας κοινωνίας σε κρίση συνείδησης, αναγκασμένης εκ των πραγμάτων να επαναπροσδιορίσει τις προτεραιότητές της.

Μικρά Αγγλία (2013) του Παντελή Βούλγαρη
Λογοτεχνίζοντες διάλογοι, πένθιμοι ρυθμοί, πορσελάνινα πρόσωπα που ράγισε ο χρόνος, γυναίκες που ξόδεψαν τη ζωή τους σε μια αναμονή δίχως τέλος κι ένα σπαραχτικό «Σπύρο, αγάπη μου», στο οποίο α(ντα)ποκρίνονται τα στοιχεία της φύσης – ένα βαθύτατα ελληνικό κινηματογραφικό στιγμιότυπο που θα μας κάνει να ανατριχιάζουμε μέχρι να στερέψουν οι θάλασσες. Η καλύτερη ταινία του Παντελή Βούλγαρη από την εποχή του «Όλα είναι δρόμος».

Τετάρτη 04.45 (2015) του Αλέξη Αλεξίου
Αν και το παρακάνει με μια διόλου διακριτική σημειολογία γύρω από την ελληνική κρίση –θυμίζει αρκετά τη χοντροκοπιά του «Killing them softly» του Άντριου Ντόμινικ‒, το στυλιζαρισμένο νεο-νουάρ του Αλέξη Αλεξίου έχει κατασκευαστική αρτιότητα, αρμονικά ενταγμένες σινεφιλικές αναφορές και έναν στιβαρό πρωταγωνιστή στο πρόσωπο του Στέλιου Μάινα. Απόδειξη πως με λίγη καλή θέληση, ταλέντο και εξάσκηση οι κινηματογραφιστές μας μπορούν να καταφέρουν κάτι ενδιαφέρον (και) στο σινεμά των ειδών.

Suntan (2016) του Αργήρη Παπαδημητρόπουλου 
Συνεσταλμένος γιατρός διορίζεται στην Αντίπαρο και αποφασίζει να παραδοθεί ψυχή τε και σώματι στη σαγήνη του ελληνικού καλοκαιριού και να διανύσει την απόσταση από τη φαντασίωση ως την πραγματικότητα, μια πορεία που, ελλείψει εμπειρίας, μπορεί να καταστεί επώδυνη. Ανέλπιστο sleeper hit στις αίθουσες, στο οποίο συνέβαλε μια ευφάνταστη διαφημιστική εκστρατεία, κύριος λόγος της επιτυχίας και της δημοφιλίας του όμως ήταν η κινηματογραφική του ποιότητα – με τον τόνο να ανεβαίνει στο «κινηματογραφική».

Απόστρατος (2019) του Ζαχαρία Μαυροειδή
H εγχώρια παραγωγή εμφανίζει τεράστια έλλειψη στον τομέα του καλού αφηγηματικού σινεμά και είναι μεγάλο κρίμα ταινίες σαν τον «Απόστρατο» να αποτελούν μόνο την εξαίρεση στον κανόνα. Η Ιστορία, το παρελθόν, οι σχέσεις μας με αυτά και, πάνω απ’ όλα, η ταυτότητα φωλιάζουν στον θεματικό πυρήνα ενός δράματος κατασκευασμένου με μεράκι σε κάθε επίπεδο, μπολιασμένου με τις σωστές δόσεις ευθυμίας και ευλογημένου με ένα «μυστικό» χειμαρρώδους συγκινησιακής φόρτισης.

Σχόλια