ΖΗΛΕΥΩ…

Ζηλεύω τους ανθρώπους που μπορεί να τους εμπνεύσει ένα λιόφυλλο,μια παλιά φωτογραφία, ένα τρένο που ακούστηκε από μακριά, τα θαμπά τζάμια που πάνω τους φαντάζονται ένα δάχτυλο να γράφει γι αυτούς, μόνο γι αυτούς. Ζηλεύω τους ανθρώπους που κάνουν τις εικόνες τους εικονίσματα. Κι ύστερα τους ανάβουν κεριά. Μανουάλια ολόκληρα με έρωτες και με υποσχέσεις να φέγγουν, αλλά ποτέ να μη φωτίζουν όσο πρέπει.

Ζηλεύω αυτούς που λένε με ένα στίχο όσα θέλω χρόνια να πω , που με κάνουν καλύτερο άνθρωπο γιατί θέλω να βρίσω να πω φύγε δεν μου κάνεις και λένε “εσύ όπου κι αν πας σε όποιο ταξίδι σε λάθος στάση θα κατεβείς”. Ζηλεύω αυτούς που αντίκρυσαν ένα ηλιοβασίλεμα στο Σίγρι και το καναν πίνακα. Και τον Πικάσο ανάσκελα, σε αυτή τη φωτογραφία ,με τα μάτια κλειστά σε μια ακρογυαλιά που ονειρεύεται έρωτες και μεις νομίζουμε πίνακες. Ζηλεύω τους έρωτες που μπορούν να γίνουν πίνακες και οργασμοί από χρώματα που μένουν για πάντα και όχι για μερικά δευτερόλεπτα. Ζηλεύω τον Λέοναρντ Κοέν που κατάλαβε πώς είναι οι δικοί μου έρωτες χωρίς να με ξέρει και τους περιέγραψε με τα τραγούδια του. Τον ζηλεύω που τον έρωτα για τη γυναίκα του φίλου του, μπόρεσε να τον κάνει τραγούδι αντί για φλόγα που θα τους έκαιγε. Ζηλεύω και τον Μαγιακόφσκι ,που τον δικό του έρωτα για τη γυναίκα του φίλου του την έκανε θάνατο αφού τον έζησε. Ζηλεύω πάντα αυτούς που πεθαίνουν για μια γυναίκα, γιατί δεν μπορώ να πεθάνω για μια γυναίκα. 

Ζηλεύω τον πατέρα μου που είναι ακόμη ερωτευμένος με τη μάνα μου και της φυτεύει τριανταφυλλιές, ανάκατες, χωρίς λογική, μόνο με αγάπη. Ζηλεύω το μήνυμα που έστειλε ένας άγνωστος σε ένα μπλογκ ψάχνοντας τη γυναίκα των ονείρων του “σε κοίταξα καθώς κατέβαινα από το Φέρι Μποτ και εσύ έμπαινες στο θαλάσσιο ταξι. Με κοίταξες και εσύ. Ξέρω ότι πρέπει να συναντηθούμε. Στείλε μου μήνυμα”. Αυτή την απόγνωση του έρωτα και την προσμονή του. 

Ζηλεύω αυτούς που πίνουν μια μπύρα σε ένα μπαρ και ξανανοιώθουν εκείνο το κάψιμο στο στομάχι, την αίσθηση μιας δυνατής αγάπης που υπήρξε, κι ύστερα μεθάνε ήσυχα και κοιμούνται αγκαλιά με το “κάποτε”. Ζηλεύω εκείνο τον οικοδόμο που με δυο ποτήρια κρασί χάθηκε σε ένα τραγούδι του Καζαντζίδη και ύστερα πήγε στο σπίτι κι έκανε έρωτα με τη γυναίκα του σαν τον πρωταγωνιστή της ταινίας που είχε δει το προηγούμενο βράδυ. Και τη γυναίκα του που αν δεν σκεφτόταν τις δυό κόρες που σπουδάζουν στην Αθήνα, έτσι θα ήταν κάθε βράδυ. Ερωμένη και γυναίκα και μαιτρέσα και σύζυγος και,και,και…

Ζηλεύω αυτούς που τους εμπνέει ένα κύμα επειδή λείανε εκατομμύρια βότσαλα για ένα τρισεκατομμυριοστό του χιλιοστού. Και αυτούς που τους εμπνέει μια σταγόνα απ το κύμα σε μια προκυμαία. Ή μια σταγόνα καφές στα χείλη, οχτώ η ώρα το πρωί με το ράδιο να παίζει, απλώς να παίζει.
 
Ζηλεύω τη ζήλια που ξεσπά στους ανθρώπους, μέσα βαθιά, και ζητά να είναι οι μοναδικοί, οι καλύτεροι, οι κτήτορες και μαζί τα θύματα. Και τους κάνει να γράφουν σημειώματα σε χαρτάκια στο ψυγείο και να αφήνουν υπονοούμενα, κι ύστερα να ρωτάνε σ άρεσε; Για να ακούσουν “ναι αγάπη μου”. Ζηλεύω αυτούς που το λένε, που το νοιώθουν, που το ακούνε, που το κάνουν ποίημα, επιστημονική ανακάλυψη, ταινία, φτερά ή χαρτάκι που το γράφουν και το σκίζουν, πάντα χωρίς το απαραίτητο θάρρος.

Ζηλεύω αυτό το εφηβικό “σ αγαπώ” που μεγαλώνει και ονοματίζει τον κάθε έρωτα, έρωτα ζωής κι ύστερα ενηλικιώνεται και δεν θυμάται ονόματα, ούτε πρόσωπα, αλλά θυμάται πάντα αυτή την αίσθηση όλο αγωνία, σαν το τέλος του κόσμου και σαν αρχή μεγάλη.

Ζηλεύω τους γέρους που μπορούν να εκτιμήσουν όσο κανένας την αύρα από ένα γυναικείο κορμί κι ύστερα σαν κυνηγιάρικα σκυλιά να ακολουθήσουν την μυρωδιά ως τις θαμμένες τους αναμνήσεις. 

Ζηλεύω τα πρωινά στη Θεσσαλονίκη με ζεστή μπουγάτσα και τα ούζα στη Σίκινο, και τα βράχια στη Μονεμβασιά, κι ένα παράθυρο στο Λιμένι απ όπου μπορείς να βλέπεις μόνο τοίχο κι όχι θάλασσα γιατί δεν έχεις να πληρώσεις αλλά μπορείς να εμπνέεσαι.

Ζηλεύω το Βασίλη που ανακάλυψε πως με δυό σταγόνες ξύδι ο γαύρος γίνεται καλύτερος και τη γειτόνισσα στο νησί που κάνει το ντοματάκι γλυκό μούρλια και τον πατέρα του Τάσου, που τον βρήκε πεθαμένο 80 χρόνων ,με ένα κουτί Βιάγκρα δίπλα του.
 
Ζηλεύω τους απλούς ανθρώπους που κάνουν το βάρος τους, σέρτικο τσιγάρο, έρωτα για την ομάδα, κρυφό πάθος για την απέναντι, λαική σοφία, ένα ποτήρι παραπάνω, δε βαριέσαι 10 ευρώ παραπάνω στο λογαριασμό… Ζηλεύω την Λίτσα την κομμώτρια που αντιγράφει κουπ απ τα περιοδικά και φαντάζεται πως είναι ο τάδε κομμωτής της Λορεάλ, τον κτηνοτρόφο στο νησί που σκαρώνει στιχάκια με ομοικαταληξία, τον νταλικιέρη με τη μεγάλη αφίσσα με τη γυμνή σταρ πίσω απ το κάθισμα. 

Ζηλεύω τον άγνωστο που είδα κάποτε να παίζει μουσική με μια τσατσάρα κι έναν άλλο, με φύλλο δέντρου, στα Τζουμέρκα. Ζηλεύω τον Γιώργο Μεράντζα, αυτή τη μεγάλη φωνή που άφησε την Αθήνα και έφτιαξε ξενώνα στα Πράμαντα και τώρα τραγουδάει και μαγειρεύει για πελάτες που γίνονται φίλοι του. Και τον Στάικο στο Φενεό που έγινε ταβερνιάρης φιλόσοφος

Ζηλεύω τον Χέμινγουέι και θα τον ζηλεύω μέχρι να πεθάνω, και τον Φίλιπ Ροθ που δεν φοβάται το θάνατο και τον κάνει λογοτεχνία και τον Πούσπα σε μια παραλία στην Άκρα που τραγουδούσε σαν τον Μπομπ Μάρλει χωρίς να το ξέρει και τον φίλο μου τον Γιώργο τον κρητικό που όταν τραγουδάει το “ήτανε μια φορά μάτια μου” ανοίγουν τα μάτια μέσα του και κλαίει. Ζηλεύω αυτούς που μπορούνε και κλαίνε από συγκίνηση πατώντας στην πραγματική ζωή και όχι στον εγωισμό και την παθολογία. Ζηλεύω αυτούς που μπορούν και γελάνε απλώνοντας τα χέρια στους ανθρώπους και όχι στο κουτί με τα ψυχοφάρμακα και την υποκρισία. 

Ζηλεύω αυτούς που έχουν την αυταπάτη που τρέφει τον πραγματικό έρωτα. Αυτούς που λένε “για πάντα” και εννοούν να μην χρειαστεί ποτέ να πεις “κάποτε”. Ζηλεύω αυτούς που κοιτάνε τον ουρανό και ανακαλύπτουν πράγματα στο σκοτάδι του και σχήματα και παραμύθια και πεπρωμένα και έναν μεγάλο έρωτα που δικαιούνται. Ζηλεύω αυτούς που καταλαβαίνουν πως όλα είναι δρόμος και τον περπατάνε, περιμένοντας και τις πέτρες και τις ανηφόρες και τις στροφές. Ζηλεύω αυτούς που έβαλαν δυό λέξεις κοντά κοντά και έκαναν ένα μεγάλο νόημα. Ή δυο αριθμούς κι έκαναν μια μεγάλη ανακάλυψη. Ζηλεύω αυτούς που καταλαβαίνουν όσα δεν λένε οι άνθρωποι με λέξεις. Ζηλεύω και τις λέξεις που περιμένουν καρτερικά τους ανθρώπους. Να τις εκστομίσουν, να τις κάνουν στερεότυπα, λόγους, ανατροπές, όνειρο.

Ζηλεύω…Ζηλεύω όσους καταφέρνουν να ανακαλύπτουν την έμπνευση στη ζωή τους. Και μετά να κάνουν την έμπνευση ζωή. Απλώς ζηλεύω.

(Ένα κείμενό μου από τα παλιά. Νομίζω από το 2009)

Σχόλια