Ο αμερικανός τραγουδοποιός Τομ Πέτι είναι γνωστός στους φίλους της ροκ μουσικής για το συγκρότημά του Τom Petty and the Heartbreakers, που υπήρξε το κύριο όχημα για τις καλλιτεχνικές του αναζητήσεις, καθώς και για την συμμετοχή στο σούπερ-γκρουπ «The Traveling Wilburys» μαζί με τους Μπομπ Ντίλαν, Τζορτζ Χάρισον, Τζεφ Λιν και Ρόι Όρμπισον. Μουσικά και στιχουργικά κινήθηκε στα χνάρια του Μπρους Σπρίνγκστιν, χωρίς να φθάσει στο δημιουργικό ύψος του «Boss». Εντάσσεται στον χώρο του λεγόμενου «heartland rock», που συνδυάζει το ευθύ ροκ εντ ρολ και τον στίχο με κοινωνικά και πολιτικά μηνύματα.
Ο Τόμας Ερλ Πέτι (Thomas Earl Petty) γεννήθηκε στις 20 Οκτωβρίου του 1950 στη Φλόριντα. Είχε δύσκολη παιδική ηλικία και δεν τα πήγαινε καλά στο σχολείο, σύμφωνα με τους New York Times. Κόλλησε το «μικρόβιο» του ροκ εν ρολ όταν σε ηλικία 11 ετών συνάντησε τον Ελβις Πρίσλεϊ. Απέκτησε την πρώτη του κιθάρα το 1962 και δέχτηκε επιρροές από τους Beatles, αφήνοντας μακριά τα μαλλιά του και αλλάζοντας την κλασσική του κιθάρα με ηλεκτρική.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 έγινε μέλος της μπάντας «Sundowners». Οταν έγινε 17 ετών εγκατέλειψε το σχολείο και έγινε μέλος ενός άλλου συγκροτήματος με την ονομασία «Mudcrutch», εκεί συμμετείχαν ο κιθαρίστας Μάικ Κάμπελ, ο κιμπορντίστας Μπένμοντ Τεντς, ο ντράμερ Ράνταλ Μαρς και ο κιθαρίστας Τομ Λίντον. To 1970 πήγαν στο Λος Άντζελες σε αναζήτηση δισκογραφικής εταιρείας και τελικά υπέγραψαν με τη Shelter Records του Λίον Ράσελ. Σύντομα όμως το γκρουπ, που κινούνταν στο χώρο του κάντρι-ροκ διαλύθηκε και Τομ Πέτι για τα επόμενα χρόνια συμμετείχε σε διάφορα συγκροτήματα.
Το 1976 ήρθε η πρώτη μεγάλη στιγμή της καριέρας του Τομ Πέτι, όταν δημιούργησε τους «Τοm Petty and the Heartbreakers» με τους δυο παλιούς του συνεργάτες, τον Κάμπελ και τον Τεντς, και την προσθήκη τoυ μπασίστα Ρον Μπλερ και του ντράμερ Σταν Λιντς. Τo επώνυμο πρώτο άλμπουμ τους (1976) δεν γνώρισε μεγάλη επιτυχία στην Αμερική, άλλα όταν το γκρουπ περιόδευσε στη Μεγάλη Βρετανία ο δίσκος άρχισε να απογειώνεται. Μέσα σε μερικούς μήνες έφτασε στο βρετανικό Top 30. Δεδομένης λοιπόν της επιτυχίας του στην Ευρώπη, το άλμπουμ προωθήθηκε από τη Shelter ξανά στην Αμερική όπου σημείωσε επιτυχία. Από τον δίσκο ξεχώρισε τα τραγούδια «Breakdown» και «American Girl».
Το δεύτερο άλμπουμ του συγκροτήματος με τίτλο «You’re Gonna Get It» κυκλοφόρησε το 1978 και ήταν το πρώτο που μπήκε στα πρώτα 40 του αμερικανικού πίνακα επιτυχιών. Τα τραγούδια «I Need to Know» και «Listen To Her Heart» γνώρισαν επιτυχία και ως σινγκλ.
Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησe το τρίτο τους άλμπουμ με τίτλο «Damn The Torpedoes» από την νέα τους εταιρεία Backstreet Records που ήταν παράρτημα της MCA, το οποίο εκτόξευσε την καριέρα του Τομ Πέτι στα ύψη και οι κριτικές ήταν θετικές. Από τον δίσκο προέκυψαν οι επιτυχίες «Don’t Do Me Like That», «Here Comes My Girl» και «Refugee», ενώ οι πωλήσεις ξεπέρασαν τα δύο εκατομμύρια.
Η επιτυχία συνεχίστηκε με το «Hard Promises» (1981), το οποίο έφτασε στα δέκα πρώτα του αμερικάνικου πίνακα επιτυχιών και έγινε πλατινένιο. Ξεχώρισε το τραγούδι «The Waiting» και το «Insider», ντουέτο με την Στίβι Νικς. Το 1982 κυκλοφόρησε το «Long After Dark» που έγινε το τρίτο Top 10. Μετά την κυκλοφορία του ο Ρον Μπλερ αποχώρησε και τη θέση του ανέλαβε ο Χάουι Επστάιν.
Ακολούθησε μια περίοδος τριών χρόνων μέχρι το «Southern Accents». Με παραγωγό τον Ντέιβ Στιούαρτ των Eurythmics, το γκρουπ πειραματίστηκε με διαφορετικά είδη (σόουλ, ψυχεδέλεια και νιού γουέιβ). Το άλμπουμ ακολούθησε την ίδια επιτυχημένη πορεία των προηγουμένων, με μεγάλη επιτυχία το «Don't Come Around Here No More».
To 1989, ο Τομ Πέτι κυκλοφόρησε το προσωπικό του άλμπουμ «Full Moon Fever» που έγινε τρεις φορές πλατινένιο με μεγάλες επιτυχίες τα τραγούδια «Free Fallin'» και «I Won’t Back Down», ενώ το 1991 βρέθηκε ξανά με τους «Heartbreakers» για το «Into The Great Wide Open» με μεγάλη επιτυχία το τραγούδι «Learning To Fly». Η πορεία του συνεχίστηκε με επιτυχημένα άλμπουμ, όπως τα «Wildflowers»(1994), «Echo» (1999) και «The Last DJ» (2002).
Το 2014 κυκλοφόρησε το τελευταίο του άλμπουμ με τίτλο «Hypnotic Eye» και το 2016 συμμετείχε στο δεύτερο άλμπουμ των Mudcrutch, του συγκροτήματος των νεανικών του χρόνων που είχε επανασυσταθεί. To συγκρότημα ξεκίνησε περιοδεία τον Απρίλιο του 2017, η οποία ολοκληρώθηκε στα τέλη Σεπτεμβρίου στο Λος Άντζελες. Ο Πέτι σε δηλώσεις του είχε πει ότι θα ήταν η τελευταία της καριέρα του, καθώς δεν ήθελε να ξοδεύει τον χρόνο σε περιοδείες και ότι θα ήθελε να περνά περισσότερο χρόνο με την εγγονή του.
«Η μουσική σύμφωνα με όσα έχω δει μέχρι σήμερα στον κόσμο είναι η μόνη πραγματική μαγεία που γνωρίζω», είχε δηλώσει σε συνέντευξή του στο CNN. «Υπάρχει κάτι πραγματικά έντιμο, καθαρό και αγνό που αγγίζει την καρδιά σου» είχε συμπληρώσει. Η ζωή του όμως δεν είχε μόνο επιτυχίες καθώς ο Petty υπέφερε και από πολλές σκοτεινές περιόδους στη διάρκεια της καριέρας του που μετρούσε πέντε δεκαετίες.
Βιογραφία του που κυκλοφόρησε το 2015 αποκάλυπτε για πρώτη φορά τον εθισμό του Petty στην κοκαϊνη τη δεκαετία του 1990. Οπως είχε σημειώσει ο συγγραφέας Warren Zanes σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Washington Post» ο Petty είχε υποκύψει στο ναρκωτικό καθώς είχε συνυπάρξει με ανθρώπους που ήταν χρήστες και έφτασε σε κάποιο σημείο της ζωής του που δεν ήξερε πως να διαχειριστεί τον πόνο που αισθανόταν.
Ο Petty βρέθηκε όμως αντιμέτωπος και με την κατάθλιψη. Το 2002 παντρεύτηκε την Dana York και είχε δηλώσει στο Reuters ότι βρισκόταν σε θεραπεία τα τελευταία έξι χρόνια για να αντιμετωπίσει την ασθένεια. «Είναι μια περίεργη ασθένεια καθώς χρειάζεται πολύς καιρός για να συμφιλιωθείς με το γεγονός ότι είσαι άρρωστος, δεν χάνεις ξαφνικά το μυαλό σου», δήλωνε τότε.
Ο Μπομπ Ντίλαν, με τον οποίο ο Tom Petty συνυπήρξε στο συγκρότημα «The Traveling Wilburys» δήλωσε για τον θάνατό του: «Ηταν σπουδαίος ερμηνευτής, γεμάτος με φως, φίλος, δεν θα τον ξεχάσω ποτέ».
Σχόλια