Από το taxamenaepeisodia.wordpress.com /11.03.2011
Μακάρι να μπορούσα να μιλήσω για όλα όσα με στοιχειώνουν. Μακάρι να μπορούσα να περιγράψω αυτά που έζησα μαζί σου τους τελευταίους μήνες. Την αγάπη μου που είδα να θεριεύει όσο θέριευε η δική σου αρρώστια. Την φροντίδα μου που είδα να γεννιέται εκεί που έκλαιγε η ανάγκη σου. Τις αντοχές μου που ξεπέρασαν τα μέτρα μου, τα ξενύχτια που ξεπέρασαν τις μέρες μου. Όλες τις υπερβάσεις που νίκησαν τις ίδιες τις προσμονές μου. Γιατί δεν περίμενα τίποτα από ό,τι έγινε. Και όσα φρόντιζα επιμελώς να αγνοώ τα προηγούμενα χρόνια, ήρθαν και συστήθηκαν πια ως τελεσίδικα.
Στην αρχή δεν ήθελα να πιστέψω. Έλεγα ότι οι εξετάσεις είναι λάθος, ότι ο γιατρός ήθελε το φακελάκι του για να μας πει την αλήθεια. Έβγαινα στο μπαλκόνι του νοσοκομείου για τσιγάρο σίγουρος ότι ο καρκίνος χτυπάει μόνο τους άλλους, σίγουρος ότι εσένα δεν μπορούσε να σε αγγίξει. Τις πρώτες μέρες σε έβλεπα να ανακτάς τις δυνάμεις σου και έλεγα «μια απλή φαρμακευτική αγωγή χρειάζεται, θα δυναμώσει ο οργανισμός της και θα τα ξεπεράσει όλα». Και μετά μας είπαν ότι η περίπτωσή σου ήταν κρίσιμη, ο όγκος είχε κάνει μετάσταση στο κεφάλι. Μου φαινόταν αδύνατον. Το δικό σου το κεφαλάκι, που μια ζωή σκεφτόταν πρώτα τους άλλους και ύστερα εσένα, που μια ζωή έψαχνε τρόπους για να με φροντίζει και προσπαθούσε πάντα να προτείνει λύσεις ειρηνικές, φαινόταν τώρα να δέχεται επίθεση.
Η πρώτη φορά που κατέρρευσα ήταν μια Τρίτη πρωί, ύστερα από ένα σερί 15 ωρών στο πλάι σου, κρατώντας σου το χέρι. Άρχισα να κλαίω χωρίς σταματημό και ένιωθα τον αέρα γύρω μου να χάνεται. Η μπουκάλα που με είχες βάλει για να μεγαλώσω άρχισε να εμφανίζει ρωγμές. Τους επόμενους μήνες θα έσπαγε οριστικά – εκτός κι αν όλα ήταν μέσα στο σχέδιο για να μου την πάρεις όταν θα αποφάσιζες να φύγεις. Δεν μείναμε πολύ σε εκείνη την πρώτη κλινική. Οι γιατροί είπαν πως πρέπει άμεσα να μεταφερθείς στην Αθήνα. Σε φέραμε αμέσως και αρχίσαμε τις θεραπείες. Ναι, όλοι μαζί. Ευτυχώς δεν ήσουν μόνη σου σε αυτό και ευτυχώς δεν ήμουν μόνος μου. Καθορίσαμε από την αρχή τις βάρδιες μας, ο μπαμπάς τα πρωινά, εγώ τα απογεύματα μετά την δουλειά και το Γιωτάκι τα βράδια μέχρι το ξημέρωμα.
Από τότε κάθε μέρα που περνούσε βίωνα και μια κατάρρευση. Το μυαλό μου κατακλυζόταν από την εικόνα σου, όπου κι αν ήμουν σε έβλεπα μπροστά μου ξαπλωμένη στο κρεβάτι του νοσοκομείου. Και όσο περισσότερο άφηνα την μορφή σου να με στοιχειώσει, τόσο περισσότερο καταλάβαινα την αγάπη μου για εσένα, και όσο σε έβλεπα να θέλεις να με αγκαλιάσεις, τόσο περισσότερο άνοιγα τα χέρια μου σε αυτήν την θλίψη που με κυρίευε. Και έτρεχα συνέχεια πανικόβλητος στους διαδρόμους για να σου φέρω ό,τι μου ζητούσες και φούσκωνα από χαρά κάθε φορά που έλεγες «Το αντράκι μου σαν σίφουνας τρέχει για εμένα, ό,τι και να του πω σε τρία λεπτά το έχει κάνει». Αυτό ήθελα. Να καταλάβεις την αγάπη μου και να βασιστείς πάνω μου. Να κρατήσεις το χέρι μου και να νιώσεις σιγουριά. Έτσι κι αλλιώς συνέχεια με ρωτούσες: «Τι έχω Γιώργο; Θα γίνω καλά;». Κι εγώ σου έλεγα «Τίποτα μαμά, μια επικίνδυνη πνευμονία είναι, αν πάρεις τα φάρμακά σου σε ένα μήνα θα σου έχουν περάσει όλα». Και με πίστευες. Μόνο εμένα πίστευες, όπως κι εγώ μόνο εσένα έχω πιστέψει στην ζωή μου. Ό,τι μου έχεις πει το έχω τηρήσει σαν ευαγγέλιο και τώρα πια καταλαβαίνω και πόσο σου μοιάζω. Λέω τα αστεία που έλεγες, νευριάζω με ό,τι νευρίαζες, γελάω με ό,τι γέλαγες και έχω απαγορέψει στην λήθη να σε αγγίξει. Ακόμη κι αν έτσι θυμάμαι και τα άσχημα.
Όσο περνάει ο καιρός προσπαθώ να εστιάσω μόνο στις καλές στιγμές των τελευταίων μηνών. στην χαρά σου όταν με έβλεπες να μπαίνω σπίτι, στην ανακούφιση που ένιωθες όταν σου έκανα μασάζ στα πόδια, στο πώς γαλήνευε το πρόσωπό σου όταν κρατούσα το αδυνατισμένο από τις αγωγές χεράκι σου. Και ξέρω ότι υπήρξαν και στιγμές που σου φώναξα, που προσπάθησα να σε πείσω να κάνεις πράγματα πέρα από τις δυνάμεις σου. Δεν ήθελα να σου φωνάξω. Ήθελα απλά να σε ξαναδώ να σηκώνεσαι, μήπως και κατάφερνα να σηκωθώ και εγώ μαζί σου. Ήθελα όσο τίποτα άλλο να τον νικήσεις τον θάνατο, να πάρεις την αγάπη μου και να την σηκώσεις τείχος απέναντί του. Να είμαστε εμείς οι πρώτοι που θα τον νικούσαμε.
Δεν τον νικήσαμε. Ο πόλεμος ήταν από την αρχή άνισος. Ο εχθρός ήταν οπλισμένος με τα πιο σύγχρονα όπλα και εμείς κουβαλούσαμε μόνο μια πανάρχαια ασπίδα. Πέρασες τις τελευταίες σου ώρες φωνάζοντας το όνομά μου. Πίστευες ότι μόνο εγώ μπορούσα να σε σώσω. Δεν τα κατάφερα.
Σχόλια