Για τον Θάνο, τότε & Για τον Θάνο, τότε (β') Ένας μήνας απ' τον θάνατό του

Από το efsyn.gr / Ασκήσεις μνήμης / Γιάννης Η. Χάρης / 04-05.01.2020 & 11-12.01.2020
Για τον Θάνο, τότε
Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται
χωρίς εμάς και τραγουδώ τ’ άλλα που πέρασαν
εάν είναι αλήθεια…

Τελείως συμπτωματικά μου ήρθαν στον νου αυτοί οι στίχοι από το Μονόγραμμα του Ελύτη, όταν σκεφτόμουν πώς να ξεκινήσω έναν αποχαιρετισμό στον Θάνο Μικρούτσικο, και δεν μπόρεσα έπειτα να ξεκολλήσω, εκβιάζοντας μάλιστα, κατά κάποιον τρόπο, την ερμηνεία που ήθελα για την περίσταση. Ας με συγχωρέσει έτσι πρώτα ο ποιητής κι έπειτα ο Θάνος, που θα θυμόταν τα πειράγματά μας, ποιος είναι ο μεγαλύτερος ποιητής, ο Ρίτσος του ή ο δικός μου Ελύτης.

Πενθώ λοιπόν τα χρόνια που έρχονται χωρίς εμάς, και σ’ αυτό το καθαρά ερωτικό «εμάς» του ποιητή βάζω εγώ, αυθαίρετα εννοείται, όλους όσους μεγαλώσαμε μαζί, όσους περάσαμε τα μετεφηβικά και πρώτα νεανικά μας χρόνια μέσα στη δικτατορία.

⌦ Πενθώ τα χρόνια που έρχονται χωρίς εμάς, έτσι όπως φυλλορροούμε ολοένα, νά, πριν από λίγους μόλις μήνες χάσαμε τον ακριβό μας Χριστόφορο Λιοντάκη, που δεν ανήκει ακριβώς στην παρέα της εποχής εκείνης, όμως αργότερα ο Θάνος μελοποίησε εξαιρετικά μερικά ποιήματά του κι έγιναν έτσι κι αυτοί φίλοι.

Κι ο Θάνος είναι από τα καίρια σημεία αναφοράς της εποχής εκείνης, με τον διπλό ρόλο του συνοδοιπόρου αλλά και, ας το πω έτσι, του οδηγού, με την έννοια της πρωτοπόρας τέχνης του –και πάλι με την έννοια της τέχνης που είναι εξ ορισμού πρωτοπόρα, άσχετα αν πρωτοποριακή η ίδια ή όχι.

Ομως κι αυτό ακόμα το ανοιχτό θέμα ήταν λυμένο στην περίπτωση του Θάνου, καθώς ήταν σπουδαίος μουσικός, φαινόταν ήδη τότε, πρωτοπόρος λοιπόν, ο οποίος μάλιστα υπηρέτησε και την πρωτοποριακή μουσική, όχι μόνο με την πειραματική σύγχρονη τέχνη αλλά ακόμα και με τα τραγούδια του, ιδίως της πρώτης εποχής.

⌦ Συνοδοιπόρος, είπα, ο Θάνος, καταρχήν όπως ανήκαμε όλοι, με όσες διαφοροποιήσεις, στην Αριστερά, και έπειτα σαν μουσικός πιστός στον κοινό πατέρα που μας μεγάλωνε την εποχή εκείνη με το έργο του, τον Μίκη Θεοδωράκη.

Με τον Θάνο και τις εμπνευσμένες ενορχηστρώσεις του, με την αξέχαστη Μαρία Δημητριάδη αλλά και την Αφροδίτη Μάνου μόνιμες στο σχήμα, ακούσαμε Θεοδωράκη στις μπουάτ της Πλάκας όσο δεν άκουγαν ελεύθερα οι έξω, στο εξωτερικό, τραγούδια τότε άγνωστα, το «Μιλώ» του Αναγνωστάκη («στον Τρότσκι αναφέρεται, το διάβασα σε κάποια παλιά συνέντευξη του Αναγνωστάκη» τερατολόγησα μια μέρα, στο πνεύμα της παρέας, και χλόμιασαν ξαφνικά όλοι τους και ψάχναν μία μία τις λέξεις), τη συγκλονιστική «Αδερφή μας Αθηνά», παντελώς άγνωστη τότε αλλά δυστυχώς ακόμη τώρα.

Κι έπειτα πια από το Πολυτεχνείο, α τότε, μυσταγωγία θεία, σχεδόν ολόκληρο το πρόγραμμα Θεοδωράκης, με τα «Λιανοτράγουδα», που λες και τα πρωτακούγαμε, καθώς με το Πολυτεχνείο ακριβώς είχαν βρει το νόημά τους: «Το παλικάρι που ’πεσε μ’ ορθή την κεφαλή του», σπαραχτικό ζεϊμπέκικο από την Αφροδίτη Μάνου (αλήθεια, πολυαγαπημένη, δεν βρήκες τώρα ούτε μία, έστω μία λέξη, ένα «γεια» για τον Θάνο;), κι έπειτα το «Εδώ σωπαίνουν τα πουλιά» και «Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις», σε ενορχήστρωση του Θάνου και ερμηνεία της Μαρίας που δεν τα χωράει στο ελάχιστο κανένας χαρακτηρισμός. Και άλλα και άλλα.

⌦ Κάθε βράδυ στην μπουάτ, ήταν η ζωή μας, στην τελευταία σειρά με τον Σεραφείμ, μ’ ένα μπουκάλι μπράντι στο σακίδιο, άδειο στο τέλος, όπως και τα μάτια μας από το κλάμα. Οσο να ’ρθει, κι ας μην το θέλαμε, το τέλος, ν’ αρχίσουμε τα καλαμπούρια μας, πρώτος σ’ αυτά ο Θάνος, τα πειράγματα, άλλοτε τις φάρσες, να πάρουμε τα πάνω μας. Ως την επόμενη βραδιά.

Κι από τον Θεοδωράκη, χωρίς να χρειαστεί καμία πατροκτονία, προχώρησε ο Θάνος στη δική του μουσική. Λίγο λίγο έπαιζε και δικά του τραγούδια, πού να φανταστούμε ακόμα πού θα φτάσει, πλήθυναν τα τραγούδια, άλλη μαγεία πια, οι πρόβες κι οι ηχογραφήσεις των Πολιτικών τραγουδιών, των νέων ύμνων, που από μιαν άποψη τα νιώθαμε ακόμα πιο δικά μας: είχανε βγει σιγά σιγά από κάποιον από μας, όσο και να ξεχώριζε, σαν να ήταν όμως από μας, τόσο οικείος, δικός μας.

⌦ «Ετσι κι αλλιώς η γη θα γίνει κόκκινη», τραγουδούσε Μπίρμαν η Μαρία στην κεφαλή της πρώτης πορείας για το Πολυτεχνείο, καθώς ανεβαίναμε εκατοντάδες χιλιάδες την Αλεξάνδρας για την Καισαριανή, στην «παράνομη» πορεία, αφού την είχαν κυνηγήσει αμείλικτα όλα τα κόμματα, κατά τες προσταγές του Εθνάρχη, που είχε ορίσει ακριβώς στην επέτειο του Πολυτεχνείου εκλογές, να ζήσει τον ρωμαϊκό του θρίαμβο. (Να θυμίσω, μωρέ Θάνο, σε κάποια πρόβα ή πριν απ’ το πρόγραμμα, στο υπόγειο «Χνάρι», αν θυμάμαι καλά, που έστειλε μήνυμα ο Μίκης πως, «έτσι και κατεβείτε στην πορεία, θα στείλω τους οικοδόμους του ΚΚΕ να σας λιανίσουν»; Κάπως έτσι, μπορεί και χειρότερα.)

Φτάσαμε όμως στα πικρά, και στα πικρά δυστυχώς θα σταματήσουμε τώρα. Την άλλη φορά.

Για τον Θάνο, τότε (β')
⌦ Χάρη στη λογοκρισία της χούντας, έλεγε ο Θάνος Μικρούτσικος (συνέντευξη στην Τασούλα Επτακοίλη, τώρα στην Καθημερινή 5.1.20), δεν κυκλοφόρησαν τραγούδια του σε ποίηση Σινόπουλου, Ρίτσου και Βάρναλη, που ήταν ώς έναν μεγάλο βαθμό «μίμηση του Μίκη Θεοδωράκη»· έτσι, απέφυγε να εμφανιστεί σαν «επίγονός του» και είχε «την ευκαιρία να αποκτήσει τον προσωπικό του ήχο».

Οντως, ο Θάνος, την ίδια εποχή που ήταν βυθισμένος όσο κανένας άλλος στο έργο του Μίκη, παρουσιάζοντας γνωστά αλλά και παντελώς άγνωστα τραγούδια του στις μπουάτ, όπως έγραφα την περασμένη φορά, την ίδια εκείνη εποχή διαμόρφωνε τον προσωπικό του ήχο. Που ήταν τόσο δυνατός, ώστε να περάσει μέσα από την απέραντη θάλασσα του Μίκη και να αναδυθεί κρυστάλλινα καθαρός – με εξαίρεση προφανώς τα ελάχιστα αδισκογράφητα τραγούδια του, όπως μας λέει ο ίδιος.

⌦ Ηδη το ’72-’73 ο Θάνος παρουσιάζει καινούρια τραγούδια του σε ποίηση Ρίτσου, τον «Στρατώνα» ή το απαιτητικότατο «Δελτίο ειδήσεων», τραγούδια που αναμετριούνται εντέλει επί ίσοις όροις με τα τόσο φορτισμένα του Μίκη.

Κι έτσι αποκτήσαμε, όπως ξανάγραφα, τα «δικά μας» τραγούδια, όπως τα βλέπαμε να γεννιούνται πλάι μας, σαν «μέσα στον δικό μας κόσμο», όπως λέει η «Πιο όμορφη θάλασσα» από τα τόσο αστραφτερά Πολιτικά Τραγούδια.

Και μαζί τους περάσαμε μέσα από τα χρόνια της χούντας, και βαδίσαμε έπειτα στις αναρίθμητες πορείες, διαδηλώσεις, συναυλίες. Με τέτοιον δηλαδή πλούτο πλάι μας μεγαλώσαμε, με τέτοια πλούτη μας εφοδίασε ο Θάνος, πώς να του πούμε πόσα ευχαριστώ.

⌦ Δεν θυμάμαι πότε τον γνώρισα τον Θάνο, μας είχε συστήσει η επίσης δεν θυμάμαι από πού και πότε φίλη (όπως δεν θυμάται, φευ, ούτε αυτή!) Κοραλία Σωτηριάδου, σύζυγός του τότε. Θα ’ταν το ’72 ή σίγουρα το ’73, αφού είναι η πρώτη μου θητεία στην μπουάτ όπου εμφανιζόταν, μάλλον στο υπόγειο «Χνάρι», πίσω απ’ την πλατεία Κυδαθηναίων, και οπωσδήποτε πριν από το Πολυτεχνείο, όταν έπαιζε εκείνος πιάνο στο αμφιθέατρο και τραγουδούσαμε όλοι εμείς, ξαπλωμένοι στους πάγκους και στα σκαλοπάτια, με πρώτη φυσικά την αξέχαστη Μαρία, τη Μαρία Δημητριάδη.

Κι ήταν πολλά έτσι όσα μας έδεναν, δημόσια ή πιο προσωπικά, σε εποχή λόγου χάρη που τρέχαμε στην Κρατική Ορχήστρα κι αποδοκιμάζαμε, να το πω κομψά, τον Πίκουλα, έναν χουντικό και άθλιο αρχιμουσικό εξ Αμερικής, που ώς κι οι μουσικοί τον σαμποτάριζαν με τρόπο. Εκεί, ομολογώ, δεν τον θυμάμαι με σιγουριά τον Θάνο, σαν τώρα όμως τον βλέπω στο Βρετανικό Συμβούλιο, σε μια συναυλία σύγχρονης μουσικής κάποιου ατάλαντου νέου Ελληνα συνθέτη, όπου ήδη στο τέλος του πρώτου μέρους ακούστηκαν κάποιες αποδοκιμασίες, με ηχηρότερη ίσως τη δική μου, βλέπω λοιπόν στο διάλειμμα τον Θάνο, καθώς κατέβαινα απ’ τον εξώστη: «Κωλόπαιδο, εσύ ήσουν!» μου λέει, «έρχομαι κι εγώ επάνω», και το πανηγυρίσαμε κατάλληλα στο δεύτερο μέρος.

⌦ Ετσι όμως δεν θα τελείωνα ποτέ, με τόσα που ακολούθησαν, με την ακριβή μου Καντάτα για τη Μακρόνησο, όπου πνιγόμουν, ομολογώ, κάτω απ’ το καπέλο του ΚΚΕ στην πρώτη παρουσίασή της στο Σπόρτιγκ, με την «επίσημη», ας πούμε, προσχώρηση του Θάνου στο κόμμα, έπειτα τα Τροπάρια για φονιάδες, όλα με τόσες ιστορίες, στις συναυλίες, στις πρόβες, στις ηχογραφήσεις... Επειτα, ιδίως με το τέλος των μπουάτ, αραιώσαμε.

Και ήρθε ο Σταυρός του Νότου, με την απρόσμενη επιτυχία, ίσως γιατί, πέρα από την αξία του καθαυτή, ο κόσμος είχε αρχίσει να κουράζεται από τη μεταπολιτευτική παγκυριαρχία του πολιτικού τραγουδιού. Πολύ περισσότερο οι νεότεροι, και οι ολοένα νεότεροι, που είχαν βρει κι αυτοί τον δικό τους συνθέτη. Ομως ο δίσκος αυτός θαρρείς και επισκίασε και το παλαιότερο και το μετέπειτα, πλούσιο έργο του Θάνου.

«Πότε θα βγάλεις πια τον Ρίτσο σου» επέμενα όποτε τον έβλεπα, γιατί ο «Στρατώνας» π.χ. είχε χαθεί σ’ έναν δίσκο ετερόκλητο αν και με πολλά θαυμάσια τραγούδια, τα Τραγούδια της λευτεριάς, ενώ το «Δελτίο Ειδήσεων» του ’73 έφτασε τελικά να κυκλοφορήσει έπειτα από 30 ολόκληρα χρόνια, το 2004, μαζί με ορισμένα παλιά και κάποια νεότερα του Ρίτσου, στον Σχοινοβάτη, σε εξαιρετική ερμηνεία της Γεωργίας Συλλαίου – για να ξαναχαθεί, μαζί με ολόκληρο το σιντί!

⌦ Ακούστε το οπωσδήποτε αυτό το σχεδόν άγνωστο σιντί, ελάχιστο μνημόσυνο στον Θάνο. Μέσα σε λίγα τραγούδια είναι όλη του η διαδρομή, καθώς περιέχει ακριβώς τραγούδια από το ’73 ώς το 2003, από τα διόλου πρωτόλεια, ίσα ίσα απολύτως ώριμα και τολμηρά στη γραφή τους, με τον από νωρίς διαμορφωμένο προσωπικό του ήχο, ώς τα νεότατα.

Από αυτά, θέλω να ξεχωρίσω το «Καθόλου λίγο», ένα από τα σπουδαιότερα τραγούδια του Θάνου, από τα σπουδαιότερα των τελευταίων δεκαετιών.

Καθόλου λίγο, Θάνο; Αστειεύεσαι: πολύ! τεράστιο!

Σχόλια