Από το f/b / Spiros Kriezis
Νόμιζα πως θα πήγαινα να κάνω δουλειά εκείνη την ημέρα όταν στην είσοδο της πολυκατοικίας αντίκρισα αυτό τον σχεδόν νεκρό σκύλο. Αν και μεγαλόσωμος ζύγιζε ελάχιστα, ένα μάτσο από κόκαλα με πετσί. Και εκείνη την ουρά να ξεσκονίζει τον αέρα.
Είχε χτυπήματα παντού μελανιασμένος. Κάποιο τέρας τον παράτησε να πεθάνει στους δρόμους. Έβρεχε για μέρες και έτρεμε το ζωντανό. Μην μπλέξεις σκέφτηκα. Σταμάτησα να τον χαιδέψω. Ξεσκόνιζε τον αέρα η ουρά. “Πως γίνεται;” τον ρώτησα. “Πως γίνεται τι;” μου απάντησε. “Πως γίνεται να με εμπιστεύεσαι;” είπα χαϊδεύοντας τις μελανιές του. “Τι χαζή ερώτηση” αποκρίθηκε “μα δεν γίνεται αλλιώς. Τίποτα δεν γίνεται αλλιώς”. Ανέβηκα ξανά στο σπίτι, πήρα λίγο φαγητό σε μια σακούλα και κατέβηκα ξανά κάτω. Κοίταζε. Άρχισε να τρώει με όρεξη. Άγαρμπα. Σαν να μην ήξερε πως.
Έκανα να φύγω στα κρυφά. “Που πας;” πετάχτηκε. Άφησε το φαγητό του και με πήρε ξοπίσω. Αυτό το πλάσμα που έμοιαζε με σκελετωμένο άλογο της Αποκάλυψης άφησε το φαγητό του και με πήρε ξοπίσω. “Περίμενε” μου φώναξε, “μπορώ να έχω λίγα χάδια ακόμα”; Τον ονόμασα Όλιβερ και τον ανέβασα μαζί μου στο σπίτι. Είχα ήδη έναν σκύλο και έναν γάτο και δεν υπολόγιζα σε ένα ακόμα μεγάλο ζώο. Του πήρε λίγο καιρό αλλά σιγά σιγά ο Όλιβερ καλυτέρεψε, έφτασε στο κανονικό του βάρος και έγινε μέρος της ζωής μου.
Μέρα με την μέρα. Τους πρώτους μήνες με ακολουθούσε μέχρι και στην τουαλέτα. “Ώχου ρε παιδί μου τι θες;” του έλεγα. “Να μωρέ ξύπνησα και για λίγο νόμιζα πως με άφησες” μου έλεγε με την ουρά να ξεσκονίζει τον αέρα και έσπαγε η καρδιά μου σε χίλια κομμάτια.
Δεν ξεπέρασε ποτέ αυτή την χρόνια ωτίτιδα που είχε ο Ολιβεράκος που του τρύπησε το τύμπανο και ζει με πόνο που μπορεί μόνο να μαλακώσει κατά περιόδους με φάρμακα. Γερνάει το ζωντανό και περνάει τις μέρες του με το να κοιμάται στα αγαπημένα μέρη του που βρίσκονται συνήθως κοντά μου. Ακόμα και στον ύπνο του ξεσκονίζει τον αέρα με την ουρά του. Εκτός από τις φορές που βάζει τα κλάματα. Κλαίει με λυγμούς γιατί ονειρεύεται. Ίδια όνειρα με εμένα. Σκοτεινά και χωρίς ελπίδα.
Και ενώ τον καταλαβαίνω, ακόμα δεν τον καταλαβαίνω και συνεχίζω να τον ρωτάω καθώς τον ξυπνάω με χάδια από τους εφιάλτες της ζωής του “πως γίνεται βρε ψυχούλα μου και ξεσκονίζεις τον αέρα” και κάθε φορά μου απαντά πως “δεν γίνεται αλλιώς”. “Θα φύγεις ρε Ολιβεράκο;” συχνά σκέφτομαι, και δεν το λέω δυνατά όμως ξεχνάμε πως τα ζώα διαβάζουν το μυαλό μας, διαβάζουν την καρδιά μας, το ξεχνάμε επειδή εμείς δεν μπορούμε, και μου λέει “τι χαζή ερώτηση φυσικά και θα φύγω. Όμως το φύγω δεν είναι αυτό που εσύ νομίζεις. Το φύγω είναι ένα άλλο πράγμα που από πάντα άνθρωποι και ζώα ένιωσαν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Το φύγω είναι εγώ και εσύ στην καρδιά ενός Ιάπωνα και μιας γάτας 200 χρόνια πριν. Είναι εγώ και εσύ μέσα στον Αθηναίο και το γουρουνάκι που λάτρευε στην αρχαία επιτάφια τους πλάκα. Είναι εγώ και εσύ στα μάτια του κοριτσιού από την Αμερική και του σκύλου που θα βρει στα σκουπίδια σε είκοσι χρόνια από τώρα. Εγώ και εσύ είμασταν και θα είμαστε. Το ίδιο”. “Και ποιος θα μου ξεσκονίζει τον αέρα”; “Πρέπει να εμπιστευτείς” μου απαντά “δεν γίνεται αλλιώς”.
“Τίποτα δεν γίνεται αλλιώς”.
Σχόλια