Ανθρώπινες ιστορίες ή ιστορίες γεμάτες ανθρωπιά

Από το eramoulaki.gr / Έρα Μουλάκη Ψυχολόγος - Ψυχοθεραπεύτρια
Το τελευταίο διάστημα διάβασα δυο βιβλία, που μου έκαναν εντύπωση και που στον πυρήνα τους πραγματεύονται τη ζωή, το νόημα της και πως οι άνθρωποι διαφορετικών ηλικιών, φύλλου, και προέλευσης βιώνουν τις μέρες τους. Το πρώτο είναι το βιβλίο της Κυριακής Παναγιωτίδου «Είναι καλός ο κόσμος; Απαντήσεις για το νόημα της ζωής μέσα σε μια ψυχιατρική κλινική (εκδόσεις Αρμός) και το δεύτερο: “The Examined Life: How we lose and find ourselves” του Stephen Grosz (εκδόσεις Vintage), ενός αμερικανοσπουδαγμένου ψυχαναλυτή που τώρα ζει στο Λονδίνο.

Στο πρώτο βιβλίο, διαβάζουμε για τις απαντήσεις που δίνουν οι ασθενείς μιας ψυχιατρικής κλινικής, στο ερωτηματολόγιο του Προύστ που τους δόθηκε, ενώ στο δεύτερο, διαβάζουμε για καθημερινές ιστορίες ανθρώπων, που πήγαν στον ψυχαναλυτή σε μια προσπάθεια να κατανοήσουν τη ζωή τους, να πλησιάσουν ή να ξεπεράσουν ανθρώπους που αγάπησαν, να έρθουν σε επαφή με τις πιο μύχιες σκέψεις τους, να αναγνωρίσουν όσα δεν ομολογούν και κάπως έτσι, να ξαναβρούν τον χαμένο τους εαυτό. 

«Υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στους θεραπευόμενους στο γραφείο και τους νοσηλευόμενους μιας ψυχιατρικής κλινικής» όπως λέει η Κυριακή Παναγιωτίδου. «Κι αυτή η διαφορά, όπως την καταλαβαίνω, είναι το κατά πόσο ανοιχτή είναι η ζωή μπροστά τους. Για τους πρώτους, τα πράγματα ‘παίζονταν’ ακόμα…στην κλινική, ένιωθα πως τα πράγματα είχαν ένα όριο».

Ενδεικτικά, κάποιες από τις ερωτήσεις που απάντησαν οι ασθενείς του ψυχιατρείου είναι: ποιο είναι το πιο καλό στοιχείο του χαρακτήρα σου και ποιο το μεγαλύτερο ελάττωμα σου, ποια είναι η μεγαλύτερη αρετή σε έναν άντρα και ποια σε μια γυναίκα, πότε χάρηκες πιο πολύ στη ζωή σου και για τι μετανιώνεις, τι είναι ευτυχία και τι δυστυχία, τι ή ποιον αγαπάς στη ζωή, ποιο το νόημα της ζωής, ποια είναι η καλύτερη συμβουλή που θα έδινες σε κάποιον;

Ενδιαφέρον έχει, ότι σε μια από τις ερωτήσεις που ήταν, αν θα ήθελαν να είναι κάποιος άλλος, στην πλειοψηφία τους απάντησαν πως όχι. Μετά από όσα έζησαν, όσα τους πόνεσαν ή τους δυσκόλεψαν, και όσα αναμένουν να ζήσουν, οι περισσότεροι δεν θα επέλεγαν να είναι κάποιος/α άλλος/η.

Γράφω αποσπασματικά μερικές, κατά την γνώμη μου συγκινητικές, απαντήσεις.
  • Άνδρας 39 ετών, άγαμος, άτεκνος, με σχιζοφρένεια αποδιοργανωτικού τύπου. «Η ζωή δεν τελειώνει, γιατρέ, ο άνθρωπος τελειώνει».
  • Άνδρας 47 ετών, διαζευγμένος, άτεκνος. Κατάχρηση ουσιών, χρόνιος αλκοολισμός. Έχει υποτροπιάζουσα κατάθλιψη με αυτοκτονικό ιδεασμό. (τι είναι ευτυχία;) «Να βρεις κάτι που να αγαπάς κι αυτό να σε κάνει να περιμένεις τη μέρα που ξημερώνει».
  • Γυναίκα 82 ετών, χήρα με παιδιά. Έχει καρκίνο του μαστού, σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, αρτηριακή υπέρταση, άνοια τύπου Alzheimer, με ψυχωσικές εκδηλώσεις. (τι είναι δυστυχία;) «Να μην καταλαβαίνει κανένας»
  • Άνδρας 48 ετών, άγαμος, άτεκνος έχει οργανική ψύχωση με διαταραχές συμπεριφοράς (τι είναι ευτυχία;) «Η χαρά» / (τι είναι δυστυχία;) «Να είσαι εδώ»
  • Ποιο είναι το νόημα της ζωής;
  • Όπως και να μας έρθει να προσπαθήσουμε να τα βγάλουμε πέρα.
  • Η ζωή η ίδια
  • Να ζεις με κόσμο
  • Ξέρω ‘γω;
  • Όλα!
Δεν μπορώ να μην αναφέρω μια συμβουλή που μου έμεινε στο μυαλό, που νομίζω είναι πολύτιμη, είτε την άκουγα από κάποιο μέντορα μου, από ένα θεραπευτή ή από γυναίκα 79ετών, χήρα, με παιδιά που έχει υποτροπιάζουσα μείζων κατάθλιψη με αυτοκτονικό ιδεασμό και είναι έγκλειστη στο ψυχιατρείο. Ποια είναι η καλύτερη συμβουλή που θα έδινες σε κάποιον; «Να μη στεναχωριέσαι. Ό,τι έρχεται να περνάει, να μη ριζώνει μέσα σου». 

Διαβάζοντας τις απαντήσεις των ανθρώπων αυτών, γνωρίζοντας πως οι επιλογές τους, η ζωή τους έχει ένα όριο, δεν μπορώ παρά να τους θαυμάσω. Καταλαβαίνω αυτό που έγραψε η Παναγιωτίδου, ότι «με έναν τρόπο ένιωθα ότι καθόμουν στην άκρη και σπούδαζα τη ζωή». Καταφέρνει να μας τους παρουσιάσει χωρίς τη σκιά της νόσου, να τους φανταστούμε και να καταλάβουμε πόσο ίδιοι είμαστε μπροστά στον πόνο, την απώλεια ή την ασθένεια, αλλά και στην ανάγκη για ελπίδα, κατανόηση και αγάπη.

Το δεύτερο βιβλίο, αυτό του ο Grosz, ξεκινά με μια καθηλωτική ιστορία που έχει τίτλο: «Πως μπορεί να μας έχει κυριεύσει μια ιστορία που δεν μπορούμε να αφηγηθούμε» και αφορά έναν άντρα που, κάνει απόπειρα αυτοκτονίας, και φέρεται τόσο αλλοπρόσαλλα – πεθαίνει στα ψέματα, που σοκάρει ακόμα και τον θεραπευτή του.

Αυτό που τελικά καταλαβαίνει ο ψυχαναλυτής, είναι πως ο θεραπευόμενος προσπαθεί, σε ένα ασυνείδητο επίπεδο, να βοηθήσει τον θεραπευτή του να τον καταλάβει, κάνοντας τον θεραπευτή να νιώσει όπως ο ίδιος. Με άλλα λόγια, μη μπορώντας να μιλήσει, να βάλει σε λέξεις την ιστορία του, φέρεται ουσιαστικά με έναν τρόπο που αφηγείται. Όπως σημειώνει ο Grosz: «η εμπειρία με έμαθε, ότι η παιδική μας ηλικία αφήνει μέσα μας τέτοιες ιστορίες – ιστορίες που δεν βρίσκουμε ποτέ τον τρόπο να αφηγηθούμε, γιατί κανείς δεν μας βοήθησε να βρούμε τις λέξεις. Όταν δεν μπορούμε να βρούμε έναν τρόπο να αφηγηθούμε την ιστορία μας, η ιστορία μας αφηγείται – ονειρευόμαστε αυτές τις ιστορίες, αναπτύσσουμε συμπτώματα, ή πιάνουμε τους εαυτούς μας να φερόμαστε με τρόπους που δεν κατανοούμε».

Εκεί η παρουσία του θεραπευτή είναι καταλυτική, στο να μας βοηθήσει να αφηγηθούμε όσα ζήσαμε, να νοηματοδοτήσουμε τα βιώματα μας και κατ’ επέκταση, να απαλλαγούμε από τα συμπτώματα, που μέχρι εκείνη τη στιγμή μας ωθούσαν να μιλήσουμε για όσα ζήσαμε. 

Στο βιβλίο υπάρχουν πολλές ακόμα ιστορίες, οργανωμένες σε πέντε θεματικές: Ξεκινήματα, Λέγοντας Ψέματα, Αγαπώντας, Αλλάζοντας και Φεύγοντας. Ο Grosz καταφέρνει να μας βάλει στον κόσμο του κάθε αναλυόμενου, παίρνοντας μας από το χέρι, σηκώνει το πέπλο του αόρατου -ασυνείδητου εαυτού, συνδέοντας συμπεριφορές, ασυνείδητες σκέψεις, πρώιμα βιώματα, και απωθημένες ανάγκες, βοηθώντας μας να κατανοήσουμε τις ζωές αυτές. 

Κλείνοντας, θα επαναλάβω αυτό που έγραψε ο Γιάννης Ζέρβας στον πρόλογο του βιβλίου της Παναγιωτίδου και που εκφράζει αυτό που σκεφτόμουν για όλες αυτές τις ιστορίες των άλλων, που με κάποιο τρόπο είναι ιστορίες όλων μας.

«Τίποτα δεν χάνεται, όταν κρατάει κανείς στη θέση της την επιθυμία του για ζωή».

Καλή σας ανάγνωση.

Σχόλια