Ο Βασίλης Ραφαηλίδης για τη Χούντα και το Πολυτεχνείο...

Αρκετοί από σας γνωρίζετε τον Βασίλη Ραφαηλίδη. Ίσως έχετε διαβάσει και ορισμένα από τα βιβλία του, με πρώτο και καλύτερο την "Κωμικοτραγική Ιστορία του Νεοελληνικού Κράτους".
 
Πριν λίγο μόνο έπεσε το βλέμμα μου σ' ένα άρθρο, από το οποίο και επέλεξα να αναπαράγω ορισμένα αποσπάσματα. Ουσιαστικά περιλαμβάνει κάποια από τα γραπτά του Ραφαηλίδη σχετικά με την περίοδο της Χούντας, και το πόσο υπήρξε ή όχι ουσιώδης αντίσταση εκ μέρους του ελληνικού λαού. Όπως συνηθίζει, ο Ραφαηλίδης μιλάει πέρα από ρομαντικές εξιδανικεύσεις. Δεν θα ξεχάσω ένα σχετικό ντοκυμανταίρ που είχα δει, με θέμα του την περίοδο της Χούντας, στο οποίο σταματούσαν περαστικούς στο κέντρο τον καιρό εκείνο, τους ρωτούσαν για το καθεστώς, και εκείνοι χαμήλωναν το βλέμμα και έλεγαν απολογητικά στην κάμερα: "Δε μπορώ να πω κάτι, λυπάμαι". Και έφευγαν.

Πηγές του άρθρου [σημείωση 2017: το οποίο δημοσιεύτηκε πριν μερικά χρόνια στη LIFO, μα δεν υπάρχει πλέον] τα βιβλία του Ραφαηλίδη "Μνημόσυνο για Έναν Ημιτελή Θάνατο" και "Κωμικοτραγική Ιστορία του Νεοελληνικού Κράτους" (ένα εξαιρετικό έργο, μια ωμή, ρεαλιστική ματιά στη νεοελληνική ιστορία, που συνιστώ να διαβάσετε οι πάντες, χωρίς δεύτερη σκέψη).

Ο Τσε είχε πει κάποτε πως "οι συνθήκες κάνουν τον επαναστάτη". Δεν επιλέγουν όμως τον ίδιο δρόμο όλοι, ακόμα και αν οι συνθήκες το επιτρέπουν. Οι Έλληνες χρειαζόμαστε περισσότερη παιδεία, μεγαλύτερο ήθος και λιγότερη "αγανάκτηση". Είναι εύκολο να πουλάς αντίσταση στα λόγια, ακόμα ευκολότερο να δείχνεις με το δάχτυλο αριστερά και δεξιά, προς όλους τους "υπαίτιους του κακού". Είναι όμως δύσκολο να στρέψεις ευθύνες προς τον ίδιο σου τον εαυτό...

Ακολουθούν κάποια αποσπάσματα του Ραφαηλίδη.


«Το μεγάλο πλήθος παρέχει ασφάλεια. Όσους κι αν συλλάβουν, όσους κι αν σκοτώσουν, ξέρεις πως οι πιθανότητες να σου συμβεί κακό είναι περίπου ίσες με τις πιθανότητες να κερδίσεις τον πρώτο λαχνό του λαχείου. Ρισκάρεις λοιπόν, σχεδόν εκ του ασφαλούς κι έτσι ανέξοδα αποχτάς το δικαίωμα να παριστάνεις τον αντιστασιακό. Πού ήταν όλοι αυτοί οι καλοί άνθρωποι όταν τους είχαμε ανάγκη; Μα, περίμεναν να ξεθυμάνει η χολέρα που λέγεται χούντα για να βγουν από το καβούκι, αυτοί οι καλοί νοικοκυραίοι. 

Ο λαός της Αθήνας έβλεπε την χούντα να καταρρέει από τα ίδια της τα ανομήματα και μπήκε στον εύκολο αγώνα, έτσι για την τιμή των όπλων, που λέμε, και ίσα-ίσα για να λέμε πως την χούντα την έριξε ο λαός, τη στιγμή που και οι κότες ξέρουν εκείνο που καμώνονται πως δεν ξέρουν τα μουλάρια, ότι δηλαδή η χούντα έπεσε γιατί σάπισε. Γιατί, λοιπόν, σκοτώνονται να μαζέψουν τα σάπια φρούτα που κάθε χρόνο πέφτουν κάτω από το δέντρο του Πολυτεχνείου οι όψιμοι αντιστασιακοί; Και, βέβαια, δεν αναφέρομαι εδώ στους έτσι κι αλλιώς ζωηρούς έφηβους που, με κάθε ευκαιρία, το παίζουν επαναστάτες... ή περίπου. 

Βρισκόμουν από την πρώτη μέρα της δικτατορίας στον προθάλαμο της κόλασης και ήδη είχα αρχίσει να εξοικειώνομαι σιγά-σιγά με την ιδέα ενός θανάτου διά τυφεκισμού. Εκείνους τους πρώτους μήνες της αναγέννησης του φοίνικα από τις παλιές του στάχτες, που ξέμειναν από άλλους καιρούς, κανείς δεν ήξερε πως θα εξελιχτούν τα πράγματα. 

Οι αντιστασιακοί σε ένα χρόνο, όταν θα γίνει φανερό πως η χούντα είναι της πλάκας, θα πληθύνουν πολύ. Εύκολα αντιστέκεται κανείς όταν ξέρει πως τουλάχιστον η ζωή του δεν κινδυνεύει. Όμως, εμείς είχαμε αρχίσει την αντίσταση κατά της χούντας από την πρώτη κιόλας μέρα, χωρίς να νοιαστούμε και πολύ για τις συνέπειες της στράτευσής μας. Δεν ήμασταν μέλη της «Δημοκρατικής Άμυνας» που πάρα πολύ όψιμα αποφάσισαν να αντισταθούν κι αυτοί στη χούντα, κυρίως δια συνεδριάσεων. 

Όπως και να΄ναι, το καλοκαίρι του 1968 είμαι ελεύθερος, ύστερα από δέκα μήνες φυλακή. Εντάξει, ήμουν ελεύθερος, αλλά τι να την κάνω την ελευθερία χωρίς δουλειά, χωρίς τους φίλους που είχαν σκορπίσει εδώ και κει στην Ευρώπη, στα νησιά και στις φυλακές; Το πρώτο που σκέφτηκα ύστερα από μια εβδομάδα ελεύθερου βίου ήταν να κάνω κάτι κατεπειγόντως ώστε να ξαναμπώ φυλακή, ή έστω εξορία. Το σκέφτηκα μεν σοβαρά, όμως ήταν αδύνατο να έχω επαφή με κάποια αντιστασιακή οργάνωση. Αφενός γιατί οι αντιστασιακές οργανώσεις είχαν ήδη μετακομίσει στο εξωτερικό για να κάνουν από κει τουριστική αντίσταση εκ του ασφαλούς, και αφετέρου διότι ήμουν ήδη σεσημασμένος, και οι συνωμοτικοί κανόνες λεν να μην πλησιάζεις τους σεσημασμένους.

Στην πραγματικότητα δεν υπήρξε σοβαρή αντίσταση κατά της χούντας. 

Η αντίσταση ήταν λίγο ως πολύ πλατωνική, εκτός απʼτην ηρωική μεν αλλά δυστυχώς αποτυχημένη απόπειρα του Αλέξανδρου Παναγούλη να σκοτώσει το δικτάτορα. Όλες οι προσπάθειες για οργάνωση ένοπλης αντίστασης έμειναν στα σχέδια, ενώ οι βομβιστικές ενέργειες κάποιων ζωηρών και ριψοκίνδυνων γίνονταν ερήμην των μεγαλυτέρων σε αριθμό αντιστασιακών οργανώσεων, του ΠΑΜ και του ΠΑΚ. Ούτε το πεπειραμένο ΚΚΕ ενέκρινε την βίαιη εξέγερση, τώρα που και τα αστικά κόμματα θα την επιθυμούσαν πολύ. Τελικά το πράγμα περιορίστηκε σε μία τουριστικού τύπου αντίσταση απʼτο εξωτερικό, όπου πρωταγωνιστούσε, όπως και στο κυρίως ειπείν θέατρο, η πληθωρική Μελίνα Μερκούρη, που το έπαιζε Πασιονάρια. 

Ακούστε τώρα και τον Γιώργο Σεφέρη στο περίφημο κείμενό του κατά της χούντας, γραμμένο το Μάρτιο του 1969 . Του χρειάστηκαν δυο χρόνια για να αποφασίσει να μιλήσει, λίγο πριν πεθάνει : «Είναι μια κατάσταση (η χούντα) που όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές με πόνο και μόχθο πάνε κι αυτές να καταποντιστούν μέσα στο έλος, μέσα στα τελματωμένα νερά. Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου...» 

Γιατί κύριε; Είναι στάση πνευματικού ανθρώπου αυτή; "Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα πολιτικό δεσμό και μπορώ να πω χωρίς φόβο και πάθος: Βλέπω μπροστά μου το γκρεμό που μας οδηγεί η καταπίεση. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή..." 

Σύμφωνοι, σεβαστέ μου, μεγάλε ποιητή. Όμως και οι δικτάτορες για εθνική επιταγή μιλούν. Ποιες από τις δυο εθνικές επιταγές είναι η σωστή; Σας βεβαιώ καμία. Η δικτατορία δεν είναι λύση. Όμως ούτε η μεγαλόστομη αοριστολογία ενός σπουδαίου ποιητή που συνήθισε να κρύβεται πίσω απ` την αμφισημία της ποίησης είναι λύση. 

Πάντως ο Σεφέρης μίλησε. Ο Ελύτης δε μίλησε. Πάρα πολλοί δε μίλησαν. 

Ο Σπυρίδων Μαρκεζίνης, γνωστός και ως «πίθηκος», ήταν πολύ άτυχος. Διορίστηκε πρωθυπουργός την 8η Οκτωβρίου 1973, και ενάμιση μήνα μετά την ορκωμοσία του, εκδηλώνεται η εξέγερση του Πολυτεχνείου. Ήρθε στην εξουσία υποτίθεται για να εκτονώσει την κατάσταση και να κατασιγάσει τα πάθη μετά την εξέγερση της Νομικής, αλλά τα πάθη φούντωσαν εντελώς απροσδόκητα στο Πολυτεχνείο από την 14η Νοεμβρίου 1973 που αρχίζει η κατάληψη, μέχρι τη νύχτα του Σαββάτου προς Κυριακή της 17ης Νοεμβρίου, που τα τανκς θα σπάσουν την πόρτα και θα καταστείλουν την αυθόρμητη, αυτοκαθοδηγούμενη και ακαθοδήγητη από τα κόμματα φοιτητική εξέγερση.

Σιγά σιγά, τις τρεις μέρες που κρατάει ο ξεσηκωμός, πλήθη λαού θα κατακλύσουν τον πέριξ του Πολυτεχνείου χώρο, περισσότερο για να συμπαρασταθούν βουβά στους φοιτητές, παρά για να αντισταθούν στη χούντα. Όμως το μήνυμα που θα σταλεί προς τη χούντα, εκτός από σαφές είναι και αιματηρό. Είναι κάμποσοι αυτοί που "πέφτουν" όχι ηρωικά, αλλά από αδέσποτες και από σφαίρες που ρίχνουν στο ψαχνό οι δύστυχοι επίστρατοι προς τρομοκράτησιν.

Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί η εξέγερση του Πολυτεχνείου ονομάστηκε έπος. Τούτη η αυθόρμητη παθητική αντίσταση στη χούντα έχει μάλλον έναν λυρικό παρά έναν επικό χαρακτήρα. Και η επέλαση των τανκς κατά των νεαρών αόπλων έχει περισσότερη σχέση με γκραν γκινιόλ μέσα στη νύχτα παρά με έπος. 

Το «έπος» δημιούργησε εντελώς κατά λάθος μια «ηρωίδα», τη Μαρία Δαμανάκη, της οποίας ο ηρωισμός συνίσταται στην εκφώνηση - από το ραδιόφωνο των φοιτητών - των συνθημάτων και των ανακοινώσεων της συντονιστικής επιτροπής. 

Πάντως πολλοί είχαν την ευκαιρία να βάλουν υποψηφιότητα για πολιτικοί εκεί μέσα στο Πολυτεχνείο. Για τον Μίμη Ανδρουλάκη, τον Κώστα Λαλιώτη και τον Στέφανο Τζουμάκα, ηγετικά στελέχη της εξέγερσης, ο δρόμος προς τη Βουλή, την πολιτική σκηνή, το πολιτικό παρασκήνιο και την εν γένει ελληνική πολιτική αθλιότητα, ξεκινάει από κει. Πράγμα που σημαίνει πως για την ανανέωση της ελληνικής πολιτικής ζωής σήμερα, πρέπει ίσως να υπάρξει και ένα δεύτερο Πολυτεχνείο, και ένα τρίτο και ένα τέταρτο, μέχρι που να πέσουν οι πολλές δημοκρατικότατες χούντες που προήλθαν απ' την διάλυση της μεγάλης χούντας.

Δεν πήγα ποτέ στο Πολυτεχνείο, ούτε μέσα ούτε έξω, ούτε τότε ούτε αργότερα. Δεν πήρα ποτέ μέρος στις προσκοπικές τελετές και τις ηλίθιες πορείες κατά την ημέρα της «επετείου του Πολυτεχνείου» τούτο το μεγάλο συλλογικό άλλοθι για την ηθική ανεπάρκεια ενός ολόκληρου λαού.»

Σχόλια