Από το efsyn.gr / Της Μαριαλένας Σπυροπούλου Ψυχολόγου - ψυχοθεραπεύτριας
Πριν από μερικές ημέρες πέθανε η αγαπημένη θεία της φίλης μου. Ως μοναδική κληρονόμος, η φίλη μου εδώ και μερικές εβδομάδες περνάει χρόνο μέσα στο σπίτι της μοναχικής της θείας, προσπαθώντας να βάλει τάξη στο… χάος. «Πάντα αναρωτιέμαι γιατί οι μοναχικοί άνθρωποι έχουν τόσα πράγματα στο σπίτι τους…», της λέω. Το σπίτι είναι γεμάτο από παρελθόν. Φωτογραφίες, έπιπλα, μικρά και μεγάλα διακοσμητικά, πίνακες, καθρέφτες, ρούχα, κοσμήματα, γυαλικά, κουβέρτες, παπλώματα, ένας ολόκληρος παράδεισος από σκόνη.
Θυμήθηκα τη γιαγιά μου όταν πέθανε και μπήκαμε στον χώρο της. Αν και μικρή, βλέποντας το άδειο κρεβάτι, είχα ζωντανή την αίσθηση της παρουσίας της στο ξέστρωτο σεντόνι. Είναι περίεργο το συναίσθημα του ζωντανού απέναντι σε αυτό που μόλις χάθηκε. Οταν ζεις, αισθάνεσαι τη συνέχεια σαν μια προκαθορισμένη κανονικότητα και την αναβολή ή την παύση σαν κάτι που είναι αναμενόμενο να ξανασυνεχίσει από το σημείο που το αφήσαμε. Αφήνουμε τον καφέ μας χωρίς να τον έχουμε πιει και είμαστε σίγουροι ότι θα γυρίσουμε να τον πιούμε. Αφήνουμε το βιβλίο ανοιχτό στη σελίδα 48 και θα το πιάσουμε το βράδυ από εκεί που το αφήσαμε. Αφήνουμε το μικρό φωτάκι στο διάδρομο και θα το κλείσουμε όταν γυρίσουμε. Πόσα μικρά και μεγάλα μαρτυρούν μέσα στο σπίτι μας ότι είμαστε ζωντανοί. Και την ίδια στιγμή, αυτή η εσωτερική φωνή μας καλεί να συμβιβαστούμε. «Αυτό το κρεβάτι δεν θα ξαναστρωθεί από την ίδια. Πέθανε».
Γιατί άραγε οι άνθρωποι μαζεύουμε πράγματα. Τόσα πράγματα ενώ είμαστε τόσο περαστικοί; Η φίλη μου μαζεύει και ξαναμαζεύει ρούχα της θείας. «Τα φορούσε;» τη ρωτώ. Με κοιτά χωρίς απάντηση. Οι περισσότεροι από εμάς μαζεύουμε πολλαπλάσια σε σχέση με τις ανάγκες μας. Κρατούμε πράγματα που μπορεί να μην χρησιμοποιούμε καν και μάλλον άλλος είναι ο λόγος που τα φυλάμε, μη χρηστικός.
Οσο πιο μόνος ένας άνθρωπος τόσο μεγαλύτερη ανάγκη έχει τα αντικείμενά του. Τις συνήθειές του. Το τελετουργικό του. Ηξερα κάποτε μια κυρία, αριστοκρατικής καταγωγής, η οποία συντηρούσε μια μεγάλη συλλογή από περούκες, για παν ενδεχόμενο. Για μια στιγμή που θα την προσκαλούσαν κάπου. Τις έδινε στην κομμώτριά της, τις χτένιζε, αλλά πια σπάνια έβγαινε έξω.
Ενας άλλος κύριος κάθεται αγκαλιά με τους δίσκους του. Δεν τους ακούει, δεν έχει πια εν ενεργεία πικάπ. Αλλά τους μετρά, τους κοιτά, αφηγείται ιστορίες γι” αυτούς. Γι” αυτόν είναι η δική του ζωή.
Ολοι μας μέσα μας κρύβουμε έναν μοναχικό άνθρωπο. Εναν άνθρωπο με ένα εσωτερικό τελετουργικό, που σπάνια –ακόμα και στους πιο δικούς μας ανθρώπους– αποκαλύπτουμε. Μας κρατά σε επαφή με αυτό που είναι η μοίρα μας. Η σχέση μας με τον εαυτό μας σαν αντικείμενο. Κοιτάμε τον χρόνο σε σχέση με το πώς φαντασιωνόμαστε τη ζωή. Πόσο αυτή θα διαρκέσει. Και ακόμα και οι πιο μοναχικοί άνθρωποι, ακόμα και οι πιο άρρωστοι άνθρωποι μέσα τους πιστεύουν ότι η ζωή θα συνεχίσει για πάντα να υφίσταται, να ρέει. Και ίσως εάν μαζέψουμε πιο πολλά αντικείμενα, αυτά να μας κρατήσουν στη ζωή, με έναν παράδοξο, μαγικό τρόπο.
Η ζωή μας όμως έχει λογιών λογιών αντικείμενα. Και στη μεγαλύτερη μοναξιά μας ζούμε με αυτά. Δεν είναι μόνον το δαχτυλίδι του γάμου που δεν κράτησε, ή το περιδέραιο ενός λευκού, ψηλού λαιμού του παλιού εαυτού μας, είναι και τα εσωτερικά μας αντικείμενα. Είναι οι μορφές, οι ψυχές, τα σύμβολα, οι αισθήσεις των ανθρώπων που πέρασαν από τη ζωή μας, μας σημάδεψαν, μας καθόρισαν και πλέον δεν ζουν ανάμεσά μας. Είναι η μάνα μας. Του μέσα μας. Οχι του έξω και της πραγματικότητας. Είναι η φιγούρα του πρώτου άνδρα που υπήρξε ο πατέρας όπως τον ονειρευτήκαμε, λίγο πριν κλείσουμε τα βλέφαρά μας στο παιδικό μας κρεβάτι. Είναι εκείνο το αγόρι που κοιτάξαμε στη βρύση ένα ανοιξιάτικο μεσημέρι, νομίζοντας μέχρι τότε ότι θα ξεφύγουμε από τον έρωτα. Είμαστε εμείς σε σχέση με όλα αυτά που κουβαλούμε μέσα μας. Το σπίτι μας είναι το οικοδόμημα της ψυχής μας και αυτό είναι γεμάτο αντικείμενα. Ανθρώπινα αντικείμενα. Αυτά ανταλλάσσονται κάθε τόσο με τα άλλα, της εξωτερικής πραγματικότητας, αντικαθιστώντας τα κάθε φορά που η ανθρώπινη απουσία είναι πιο ηχηρή. Και ξεγελάμε τον χρόνο. Και ξεγελιόμαστε.
Η φίλη μου κοιτά στον καθρέφτη ένα κόσμημα της θείας της. Κοιτά τον δικό της εαυτό. Αλλά και τη θεία της μέσα από το κόσμημα. Και ξάφνου οι φωτογραφίες όλης της οικογένειας στην τραπεζαρία αποκτούν ύλη. Τα πρόσωπα φωτίζονται, τα σώματα σηκώνονται να ξεμουδιάσουν από την ακινησία χρόνων. Τα αντικείμενα αποκτούν ζωή. Και η ζωή αντικείμενα…
marialenas77@gmail.com
Σχόλια