Φωτογραφία Τζεφ ΜακΓκροου |
Από το thepressproject.gr / των Νίκου Βεντούρα - Λαμπρινής Χ. Θωμά
Ο Zυλιεν Μπεντά έγραψε το 1927 το περίφημο έργο του για την «προδοσία των διανοούμενων». Αν επισκέπτονταν την Ελλάδα του 2014 θα το έκανε τρίτομο. Αν και «πνευματικοί άνθρωποι» που, ενώ η χώρα τους βουλιάζει, επιδίδονται σε καριερισμό του χείριστου είδους και όταν ο κόσμος ψάχνει λόγο και ερμηνεία σε όσα συμβαίνουν, υιοθετούν τις δικαιολογίες της εξουσίας, μουγκρίζουν σαν κτήνη και βγάζουν βόλτα την ημιμάθειά τους, δεν είναι πνευματικοί άνθρωποι.
«Φτιάχνουν οι Έλληνες κυκλώματα και ιστορία οι παρέες»
Δ. Σαββόπουλος
Η Κρίση υπήρξε και μια ευκαιρία για αυτογνωσία. Μια εποχή ψευδαισθήσεων που τελείωνει απότομα είναι η καλύτερη στιγμή για να ζητήσει κανείς απαντήσεις στο τι πήγε στραβά, να αφήσει τις κακές συνήθειες και να κόψει τις κακές παρέες.
Αποτύχαμε και στα τρία.
Πρώτον, οι απαντήσεις που δόθηκαν διέπονται από την ίδια επιπολαιότητα που μας οδήγησε ως εδώ. Δεύτερον, οι μόνες «κακές συνήθειες» που κόψαμε, θέλαμε δε θέλαμε, είναι όσες κατέδειξε ο νεοφιλελευθερισμός ως τέτοιες (στη λογική του «πονάει κεφάλι, κόψει κεφάλι»). Τρίτο, και χειρότερο, όχι μόνο δεν κόψαμε τις κακές παρέες, αλλά (ελέω μνημονιακής κυβέρνησης των ημικοινοβουλευτικών «αποφασίζομεν και διατάσσομεν») διατηρήσαμε στην εξουσία τα μούτρα που μας έφεραν έως εδώ, εμπλουτίζοντας παράλληλα την πινακοθήκη των ηλιθίων που μας κυβερνά με νέες απαίσιες φιγούρες.
Ανάμεσα σε αυτές, όχι αναγκαστικά οι χειρότεροι, αλλά με αρνητική επιρροή και ρόλο που αξίζει να εξεταστεί, είναι και ορισμένες κυριολεκτικές παρέες και παρεούλες ανθρώπων από τον ευρύτερο πολιτιστικό χώρο που, λόγω της Κρίσης, είδαν φως και μπήκαν (να μας σώσουν).
Λάιτ συγγραφείς (επιπέδου «λογοτεχνίας για εφήβους»), αγοραίοι ραδιοφωνατζήδες, ηθοποιοί μαϊντανοί των κοσμικών σελίδων, πανεπιστημιακοί και άλλοι μειωμένου πολιτισμικού βάρους, που τις δεκαετίες του εκσυγχρονιστικού πάρτυ δεν μιλούσαν παρα μόνο με αφ' υψηλού γενικότητες (γιατί ήταν απασχολημένοι με το να παράγουν «πολιτιστικό έργο» αλλά και γιατί, ως γνωστόν, «όταν τρώμε δε μιλάμε»), αίφνης, μόλις έπεσε λόρδα, αποφάσισαν να δοκιμάσουν την τύχη τους στην Βουλή και τα κομματικά σαλόνια, συνήθως από το μετερίζι της συμπολίτευσης.
Ήδη, από την εποχή των παχέων αγελάδων πολλοί από αυτούς συμμετείχαν στην κατακρήμνιση της πολιτιστικής μας ζωής, με αλληλοδιορισμούς σε επιτροπές και οργανισμούς, από το ΕΚΒ και το ΕΚΚ έως την ΕΡΤ (συχνά «αμισθί» ― δηλαδή εξαργυρώνοντας την «εθελοντική» τους εργασία μέσω της εξουσίας που τους παρείχε η θέση και των μποναμάδων που τέτοιες θέσεις φέρνουν).
Ο μπουφές είχε απ' όλα: εξασφαλισμένη εργασία σε κάποιον κρατικοδίατο μηντιάτορα, επιχορηγούμενες μεταφράσεις των έργων τους [1], κρατικές χορηγίες και βραβεία, ποικίλες θέσεις «συμβούλων», συνέδρια στο εξωτερικό, ΜΚΟ κλπ. Και για τους συγγραφείς, μέσω της αλληλοπροώθησης και της κατεδάφισης του ανταγωνισμού, σίγουρη θέση στις λίστες των ευπώλητων ― αγορασμένα από ένα ημι-αμόρφωτο κοινό για να μπουν στο διπλανό ράφι με τον Αλχημιστή.
Η τυπολογία της «αφρόκρεμας» της μεταπολιτευτικής μας διανόησης δεν διέφερε απο την παθολογία του κόσμου των επιχειρήσεων και της πολιτικής. Με τρεις λέξεις: κουτοπόνηροι επαρχιώτες μπουρτζόβλαχοι.
Οι γίγαντες της μεταπολεμικής γραμματείας (από το Σεφέρη έως τον Τσίρκα και από τον Πενζίκη έως το Δημήτρη Χατζή [2]) έδωσαν τη θέση τους σε μια μεταπολιτευτική γενιά με ελάχιστη κοινωνική απήχηση και μετριότατο έργο που κατέλαβε όλα τα πόστα. Ο αρνητικός αντίκτυπος αυτού του φαινομένου στην πολιτιστική μας παραγωγή θα άξιζε δεκάδες άρθρα ― ή και ειδικές μελέτες.
Εξίσου σημαντική είναι η όψιμη μετατροπή πολλών εξ' αυτών σε πολιτικούς παράγοντες ― όχι μέσω μιας αγωνιστικής πορείας δεκαετιών, με την οποία αναδείχθηκαν άνθρωποι όπως ο Γλέζος, ή ακόμα και κατεστημένοι πασόκοι και νεοδημοκράτες πολιτικοί, αλλά με κολλητιλίκια και αλληλοπροώθηση.
Κάποιοι, όπως ο Πέτρος Τατσόπουλος προεκλογικά, το δηλώνουν ανοικτά: «Εύχομαι στα φιλαράκια μου που κατεβαίνουν υποψήφια στις εκλογές -τον Ρένο Χαραλαμπίδη (ΝΔ), τον Θανάση Χειμωνά (ΠΑΣΟΚ) και τον Νίκο Ζερβό (ΝΔ)- να πάρουν το μάξιμουμ των ψήφων και να εκλεγούν πανηγυρικά στις εκλογικές τους περιφέρειες. Εύχομαι επίσης στα κόμματά τους, τη Νέα Δημοκρατία και το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα, να συγκεντρώσουν πανελλαδικά ακριβώς τον ίδιο αριθμό ψήφων που θα συγκεντρώσουν και τα φιλαράκια μου στις εκλογικές τους περιφέρειες».
Συνέπεια και ιδεολογία πάνε περίπατο. Οι «δικοί μας» δεν ορίζονται από την πολιτική τους στάση αλλά από το παρεάκι. Είναι η λογική των τηλεπαραθύρων ― τσακωνόμαστε για την τηλεθέαση και μετά πάμε για ουισκάκια. Η λογική που μας έφερε έως εδώ.
Πρώτο είναι αυτό ― η μετατροπή της πολιτικής σε ένα λαπά, όπου οι διαχωριστικές γραμμές είναι για τα κορόϊδα. Και μετά αναρωτιόμαστε γιατί κάποιος κόσμος, που ζεί στο πετσί του την εκμετάλλευση από τα «φιλαράκια» (όπως ο Στουρνάρας και ο Άδωνις) που έχουν τα «φιλαράκια» του Πέτρου, καταντάει να ψηφίζει Χρυσή Αυγή. Ίσως επειδή η τελευταία δεν χαριεντίζεται με τον πολιτικό αντίπαλο στο καφενείο της βουλής και στα κυριλέ στέκια.
Μετά είναι η φτήνια. Η φτήνια των επιχειρημάτων και του λόγου, ο οποίος συμπολιτευόμενος, όπως του Χειμωνά, ή αντιπολιτευόμενος, όπως έως προχθές του Τατσόπουλου, μετατρέπει την πολιτική αντιπαράθεση σε διαγωνισμό bullying, χυδαιότητας και προπαγάνδας.
Αρκεί κανείς να ρίξει μια ματιά στο δημόσιο λόγο τους, στη Βουλή, τα ΜΜΕ, η το τουίτερ. Η μάσκα του «διανοούμενου» έχει εξαφανιστεί πλήρως και απομένει μόνο το ψώνιο, το «ξέρεις ποιός είμαι εγώ ρε;», η βρισιά του πεζοδρομίου και ο τραμπουκισμός.
Από την εκ μέρους του κ. Χειμωνά προτροπή σε προπηλακισμό δημοσιογράφου ο οποίος τόλμησε και αμφισβήτησε πως ο Τσίπρας επέλεξε προσωπικά τον Τατσόπουλο για εκπομπή στο Κόκκινο, έως την υπερήφανη ανακοίνωση περί πηδήματος της μισής Αθήνας, και από την κατάρα του Χωμενίδη στη Μυρσίνη Λοϊζου έως τις δηλώσεις αλληλοϋποστήριξης (που ορισμένοι μπερδεύουν με την αλληλεγύη των αδυνάτων), μαθαίνουμε να συνηθίζουμε έναν πολιτικό λόγο που θα έκανε ακόμη και τον χειρότερο πασόκο λαϊκιστή του ’80 να αηδιάσει. Έχουμε κατέβει πολύ χαμηλότερα από τα «πατσαβούρα» και «τον κακό σου τον καιρό» του Γιαννόπουλου.
Ο Ζυλιεν Μπεντά έγραψε το 1927 το περίφημο έργο του για την «προδοσία των διανοούμενων». Αν επισκέπτονταν την Ελλάδα του 2014 θα το έκανε τρίτομο.
Αν και «πνευματικοί άνθρωποι» που, ενώ η χώρα τους βουλιάζει και ο κόσμος ψάχνει Λόγο και ερμηνεία για όσα συμβαίνουν, επιδίδονται σε καριερισμό του χείριστου είδους, υιοθετούν τις δικαιολογίες της εξουσίας, τσαμπουκαλεύονται σαν κουτσαβάκηδες και βγάζουν βόλτα την ημιμάθειά τους, δεν είναι πνευματικοί άνθρωποι.
Αν έχουμε μια, έστω μικρή, ελπίδα, να αναστρέψουμε την πορεία της καταστροφής, δεν αρκεί να αλλάξουμε κυβέρνηση. Θα πρέπει να αλλάξουμε και συνήθειες. Να αντικαταστήσουμε το σημερινό καρκίνωμα με πραγματική πολιτική. Και κυρίως να κόψουμε τις κακές παρέες.
Με το μαχαίρι.
Ο Zυλιεν Μπεντά έγραψε το 1927 το περίφημο έργο του για την «προδοσία των διανοούμενων». Αν επισκέπτονταν την Ελλάδα του 2014 θα το έκανε τρίτομο. Αν και «πνευματικοί άνθρωποι» που, ενώ η χώρα τους βουλιάζει, επιδίδονται σε καριερισμό του χείριστου είδους και όταν ο κόσμος ψάχνει λόγο και ερμηνεία σε όσα συμβαίνουν, υιοθετούν τις δικαιολογίες της εξουσίας, μουγκρίζουν σαν κτήνη και βγάζουν βόλτα την ημιμάθειά τους, δεν είναι πνευματικοί άνθρωποι.
«Φτιάχνουν οι Έλληνες κυκλώματα και ιστορία οι παρέες»
Δ. Σαββόπουλος
Η Κρίση υπήρξε και μια ευκαιρία για αυτογνωσία. Μια εποχή ψευδαισθήσεων που τελείωνει απότομα είναι η καλύτερη στιγμή για να ζητήσει κανείς απαντήσεις στο τι πήγε στραβά, να αφήσει τις κακές συνήθειες και να κόψει τις κακές παρέες.
Αποτύχαμε και στα τρία.
Πρώτον, οι απαντήσεις που δόθηκαν διέπονται από την ίδια επιπολαιότητα που μας οδήγησε ως εδώ. Δεύτερον, οι μόνες «κακές συνήθειες» που κόψαμε, θέλαμε δε θέλαμε, είναι όσες κατέδειξε ο νεοφιλελευθερισμός ως τέτοιες (στη λογική του «πονάει κεφάλι, κόψει κεφάλι»). Τρίτο, και χειρότερο, όχι μόνο δεν κόψαμε τις κακές παρέες, αλλά (ελέω μνημονιακής κυβέρνησης των ημικοινοβουλευτικών «αποφασίζομεν και διατάσσομεν») διατηρήσαμε στην εξουσία τα μούτρα που μας έφεραν έως εδώ, εμπλουτίζοντας παράλληλα την πινακοθήκη των ηλιθίων που μας κυβερνά με νέες απαίσιες φιγούρες.
Ανάμεσα σε αυτές, όχι αναγκαστικά οι χειρότεροι, αλλά με αρνητική επιρροή και ρόλο που αξίζει να εξεταστεί, είναι και ορισμένες κυριολεκτικές παρέες και παρεούλες ανθρώπων από τον ευρύτερο πολιτιστικό χώρο που, λόγω της Κρίσης, είδαν φως και μπήκαν (να μας σώσουν).
Λάιτ συγγραφείς (επιπέδου «λογοτεχνίας για εφήβους»), αγοραίοι ραδιοφωνατζήδες, ηθοποιοί μαϊντανοί των κοσμικών σελίδων, πανεπιστημιακοί και άλλοι μειωμένου πολιτισμικού βάρους, που τις δεκαετίες του εκσυγχρονιστικού πάρτυ δεν μιλούσαν παρα μόνο με αφ' υψηλού γενικότητες (γιατί ήταν απασχολημένοι με το να παράγουν «πολιτιστικό έργο» αλλά και γιατί, ως γνωστόν, «όταν τρώμε δε μιλάμε»), αίφνης, μόλις έπεσε λόρδα, αποφάσισαν να δοκιμάσουν την τύχη τους στην Βουλή και τα κομματικά σαλόνια, συνήθως από το μετερίζι της συμπολίτευσης.
Ήδη, από την εποχή των παχέων αγελάδων πολλοί από αυτούς συμμετείχαν στην κατακρήμνιση της πολιτιστικής μας ζωής, με αλληλοδιορισμούς σε επιτροπές και οργανισμούς, από το ΕΚΒ και το ΕΚΚ έως την ΕΡΤ (συχνά «αμισθί» ― δηλαδή εξαργυρώνοντας την «εθελοντική» τους εργασία μέσω της εξουσίας που τους παρείχε η θέση και των μποναμάδων που τέτοιες θέσεις φέρνουν).
Ο μπουφές είχε απ' όλα: εξασφαλισμένη εργασία σε κάποιον κρατικοδίατο μηντιάτορα, επιχορηγούμενες μεταφράσεις των έργων τους [1], κρατικές χορηγίες και βραβεία, ποικίλες θέσεις «συμβούλων», συνέδρια στο εξωτερικό, ΜΚΟ κλπ. Και για τους συγγραφείς, μέσω της αλληλοπροώθησης και της κατεδάφισης του ανταγωνισμού, σίγουρη θέση στις λίστες των ευπώλητων ― αγορασμένα από ένα ημι-αμόρφωτο κοινό για να μπουν στο διπλανό ράφι με τον Αλχημιστή.
Η τυπολογία της «αφρόκρεμας» της μεταπολιτευτικής μας διανόησης δεν διέφερε απο την παθολογία του κόσμου των επιχειρήσεων και της πολιτικής. Με τρεις λέξεις: κουτοπόνηροι επαρχιώτες μπουρτζόβλαχοι.
Οι γίγαντες της μεταπολεμικής γραμματείας (από το Σεφέρη έως τον Τσίρκα και από τον Πενζίκη έως το Δημήτρη Χατζή [2]) έδωσαν τη θέση τους σε μια μεταπολιτευτική γενιά με ελάχιστη κοινωνική απήχηση και μετριότατο έργο που κατέλαβε όλα τα πόστα. Ο αρνητικός αντίκτυπος αυτού του φαινομένου στην πολιτιστική μας παραγωγή θα άξιζε δεκάδες άρθρα ― ή και ειδικές μελέτες.
Εξίσου σημαντική είναι η όψιμη μετατροπή πολλών εξ' αυτών σε πολιτικούς παράγοντες ― όχι μέσω μιας αγωνιστικής πορείας δεκαετιών, με την οποία αναδείχθηκαν άνθρωποι όπως ο Γλέζος, ή ακόμα και κατεστημένοι πασόκοι και νεοδημοκράτες πολιτικοί, αλλά με κολλητιλίκια και αλληλοπροώθηση.
Κάποιοι, όπως ο Πέτρος Τατσόπουλος προεκλογικά, το δηλώνουν ανοικτά: «Εύχομαι στα φιλαράκια μου που κατεβαίνουν υποψήφια στις εκλογές -τον Ρένο Χαραλαμπίδη (ΝΔ), τον Θανάση Χειμωνά (ΠΑΣΟΚ) και τον Νίκο Ζερβό (ΝΔ)- να πάρουν το μάξιμουμ των ψήφων και να εκλεγούν πανηγυρικά στις εκλογικές τους περιφέρειες. Εύχομαι επίσης στα κόμματά τους, τη Νέα Δημοκρατία και το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα, να συγκεντρώσουν πανελλαδικά ακριβώς τον ίδιο αριθμό ψήφων που θα συγκεντρώσουν και τα φιλαράκια μου στις εκλογικές τους περιφέρειες».
Συνέπεια και ιδεολογία πάνε περίπατο. Οι «δικοί μας» δεν ορίζονται από την πολιτική τους στάση αλλά από το παρεάκι. Είναι η λογική των τηλεπαραθύρων ― τσακωνόμαστε για την τηλεθέαση και μετά πάμε για ουισκάκια. Η λογική που μας έφερε έως εδώ.
Πρώτο είναι αυτό ― η μετατροπή της πολιτικής σε ένα λαπά, όπου οι διαχωριστικές γραμμές είναι για τα κορόϊδα. Και μετά αναρωτιόμαστε γιατί κάποιος κόσμος, που ζεί στο πετσί του την εκμετάλλευση από τα «φιλαράκια» (όπως ο Στουρνάρας και ο Άδωνις) που έχουν τα «φιλαράκια» του Πέτρου, καταντάει να ψηφίζει Χρυσή Αυγή. Ίσως επειδή η τελευταία δεν χαριεντίζεται με τον πολιτικό αντίπαλο στο καφενείο της βουλής και στα κυριλέ στέκια.
Μετά είναι η φτήνια. Η φτήνια των επιχειρημάτων και του λόγου, ο οποίος συμπολιτευόμενος, όπως του Χειμωνά, ή αντιπολιτευόμενος, όπως έως προχθές του Τατσόπουλου, μετατρέπει την πολιτική αντιπαράθεση σε διαγωνισμό bullying, χυδαιότητας και προπαγάνδας.
Αρκεί κανείς να ρίξει μια ματιά στο δημόσιο λόγο τους, στη Βουλή, τα ΜΜΕ, η το τουίτερ. Η μάσκα του «διανοούμενου» έχει εξαφανιστεί πλήρως και απομένει μόνο το ψώνιο, το «ξέρεις ποιός είμαι εγώ ρε;», η βρισιά του πεζοδρομίου και ο τραμπουκισμός.
Από την εκ μέρους του κ. Χειμωνά προτροπή σε προπηλακισμό δημοσιογράφου ο οποίος τόλμησε και αμφισβήτησε πως ο Τσίπρας επέλεξε προσωπικά τον Τατσόπουλο για εκπομπή στο Κόκκινο, έως την υπερήφανη ανακοίνωση περί πηδήματος της μισής Αθήνας, και από την κατάρα του Χωμενίδη στη Μυρσίνη Λοϊζου έως τις δηλώσεις αλληλοϋποστήριξης (που ορισμένοι μπερδεύουν με την αλληλεγύη των αδυνάτων), μαθαίνουμε να συνηθίζουμε έναν πολιτικό λόγο που θα έκανε ακόμη και τον χειρότερο πασόκο λαϊκιστή του ’80 να αηδιάσει. Έχουμε κατέβει πολύ χαμηλότερα από τα «πατσαβούρα» και «τον κακό σου τον καιρό» του Γιαννόπουλου.
Ο Ζυλιεν Μπεντά έγραψε το 1927 το περίφημο έργο του για την «προδοσία των διανοούμενων». Αν επισκέπτονταν την Ελλάδα του 2014 θα το έκανε τρίτομο.
Αν και «πνευματικοί άνθρωποι» που, ενώ η χώρα τους βουλιάζει και ο κόσμος ψάχνει Λόγο και ερμηνεία για όσα συμβαίνουν, επιδίδονται σε καριερισμό του χείριστου είδους, υιοθετούν τις δικαιολογίες της εξουσίας, τσαμπουκαλεύονται σαν κουτσαβάκηδες και βγάζουν βόλτα την ημιμάθειά τους, δεν είναι πνευματικοί άνθρωποι.
Αν έχουμε μια, έστω μικρή, ελπίδα, να αναστρέψουμε την πορεία της καταστροφής, δεν αρκεί να αλλάξουμε κυβέρνηση. Θα πρέπει να αλλάξουμε και συνήθειες. Να αντικαταστήσουμε το σημερινό καρκίνωμα με πραγματική πολιτική. Και κυρίως να κόψουμε τις κακές παρέες.
Με το μαχαίρι.
1. Τα βιβλία, βέβαια, τα έτρωγε η σκόνη στα ράφια, καθώς το ξένο κοινό δεν τρελάθηκε να αγοράζει β' διαλογή, αλλά αυτοί παρουσιάζονταν στο εδώ κοινό ως πολυμεταφρασμένοι. Κάτι σαν την διεθνή καριέρα της Άννας Βίσση.
2. Ενδεικτικά πρόσωπα τη σημασία των οποίων αναγνωρίζουν όλοι. Θα μπορούσε κανείς να αναφέρει εκατοντάδες άλλους, ακόμα και δημιουργούς του λογοτεχνικού «περιθωρίου» από τον Πετρόπουλο και τον Καρούζο έως τον Χάκκα και τον Κουτρουμπούση.
Σχόλια