Από το amancalledkkmoiris.wordpress.com
Ο ουρανός είναι μωβ. Ανταριασμένο. Pantone 274C. Μόνο λίγο Pantone 5275C στις άκρες τον ξανοίγει. Δεν με πτοούν οι αποχρώσεις, βγαίνω να περπατήσω στο βουνό παρέα με το Pantone 442C εντός μου. Να γαληνέψει μια στάλα, όχι πως θα γίνει ποτέ λευκό μα σ’ ένα Pantone Warm Gray 1C μπορείς πάντα να ελπίζεις.
Ανηφορίζω, όσο χώνομαι πιο βαθιά το χώμα μυρίζει Pantone 466C. Πέφτουν πάνω του οι πρώτες ψιχάλες, παίρνω τη στροφή, σε τρακόσια μέτρα ξεκινά η κατηφόρα. Τελειώνουν γρήγορα, παίρνω το δρόμο της επιστροφής. Τέσσερα χιλιόμετρα ακόμη. Λίγος ιδρώτας ακόμη. Λίγες ανάσες ακόμη.
Ανάμεσα σε μένα και το σπίτι, υψώνονται δυο κουρτίνες βροχής, εκεί χαμηλά. Η μια αριστερά βάφει τη γη Pantone 400C, η άλλη δεξιότερα δεν μπορώ να διακρίνω με τι, βγαίνει από μέσα της ένα απρόσκλητο ουράνιο τόξο και μου κρύβει τη μονοχρωμία.
Σε λίγα λεπτά συναντιέμαι με τις κουρτίνες. Με τυλίγουν. Είμαι ο άνθρωπος νερό. Στάζω από κάθε πόρο. Στάζω βροχή και Ευτυχία. Βγάζω τα ακουστικά, μόνο νερό, χώμα κι εγώ τώρα. Βγάζω και τη μπλούζα. Δεν με νοιάζει Τίποτε, δεν υπάρχει στον κόσμο Κανείς. Η βροχή ξεβάφει τα πάντα. Τα πάντα. Ειδικά τις σκέψεις. Που λούφαξαν κι εξαφανίστηκαν, σκιαγμένες απ΄το αγίασμα που τρύπωσε μέσα μου από κάθε πόρο, κάθε ουλή, κάθε σημάδι.
Στο σπίτι απλώνω τα ρούχα να στεγνώσουν, πετάω τα παπούτσια στο μπαλκόνι να ξεκουραστούν. Είναι κρίμα κι άδικο που μπαίνω στο μπάνιο να ξεβγάλω τον αγιασμό με νερό της βρύσης, μα ευτυχώς -σκέφτομαι για να παρηγορηθώ- το μέσα μου ποτίστηκε καλά, κανένα φτηνόνερο δεν μπορεί να το μαγαρίσει. Ανέκαθεν αφελής.
Την ίδια μέρα, μπορεί και την ίδια ώρα, μια δεκαπεντάχρονη και μια δεκαεξάχρονη, πολλά πολλά χιλιόμετρα μακριά απ’ τη δικιά μου βροχή, χορεύουν Ευτυχισμένες κάτω απ΄τη δικιά τους, την καταδικιά τους βροχή. Την αφήνουν να μπει μέσα τους, για να τις καθαρίσει απ’ ότι σκουραίνει και βρωμίζει τη ζωή τους, εκεί στο άγνωστό μου Chilas. Ντυμένες με τα καλά τους ρούχα, τα γιορτινά, τα φρεσκοπλυμένα. H Ευτυχία τους, τα καλά φτωχικά τους ρούχα είναι η κόλαση των άλλων. Που ζηλεύουν τη χαρά, που λυσσάνε με τα μικρά, απλά, καθημερινά.
Τα βρεγμένα τους ρούχα είναι το χρώμα του αποχαιρετισμού. Μ’ αυτά τις θάψαν την επόμενη μέρα. Τυλιγμένες μ’ ένα Pantone Black C, σαν το μέσα μου. Που το ‘βαλε γινάτι και δε λέει να πάει να ζήσει κάπου αλλού. Μόνο του.
†
Σχόλια