Από το efsyn.gr / Γράφει ο ΙΟΣ
ΛΕΣ ΚΑΙ ΗΤΑΝ ΧΘΕΣ
Πλουσιοκόριτσο που οι απαγωγείς τού άνοιξαν τα μάτια ή θύμα «κομμουνιστικής πλύσης εγκεφάλου»; Σε κάθε περίπτωση, το πρωτόγνωρο ταξίδι είχε ένα κοινότοπο τέλος.
Το εικοσάχρονο τέκνο μιας γνωστής μεγαλοαστικής οικογένειας ανακοινώνει δημόσια την προσχώρησή του στο αντάρτικο πόλης για να πολεμήσει μέχρι τέλους τον καπιταλισμό, τον φασισμό και τα όργανά τους. Τα ΜΜΕ ξεσαλώνουν, τρομοκρατώντας τον μέσο μικροαστό με το ερώτημα μήπως και το δικό του παιδί «παρασυρθεί» από την ένοπλη προπαγάνδα μιας καταχθόνιας συμμαχίας «εξτρεμιστών» και «ποινικών». Η αστυνομία εξαπολύει ανθρωποκυνηγητό για να καταστείλει με κάθε μέσο την «κοινωνική απειλή» που εκπροσωπούν μια χούφτα εξεγερμένοι νέοι της μεσαίας τάξης και ο άμεσος περίγυρός τους.
Τα παραπάνω δεν συνέβησαν στην Ελλάδα του 2013 αλλά στις ΗΠΑ του 1974, καθώς η πετρελαϊκή κρίση κλυδώνιζε τη βεβαιότητα μιας ανέφελης οικονομικής ευημερίας και τα πολύχρωμα ριζοσπαστικά κινήματα της δεκαετίας του ’60 υποχωρούσαν κάτω από τη διπλή πίεση της αστυνομικής καταστολής και της σταδιακής ανάδυσης ενός νέου, άκρως συντηρητικού μοντέλου κοινωνικής συναίνεσης. Το επαναστατημένο πλουσιόπαιδο ήταν η εικοσάχρονη φοιτήτρια Πατρίτσια (Πάτι) Χιρστ, κόρη του μεγιστάνα του Τύπου Ράντολφ Χιρστ, αρχικά θύμα απαγωγής κι εν συνεχεία «τρομοκράτισσα» μιας μικρής ακροαριστερής ομάδας του Σαν Φρανσίσκο με την ονομασία «Συμβιωτικός Απελευθερωτικός Στρατός» (SLA). Η περίπτωσή της αποτέλεσε το αρχέτυπο νεανικής «ταξικής προδοσίας», βάσει του οποίου μεσήλικες αστυνομικοί και δημοσιογράφοι διαμορφώνουν σήμερα στη χώρα μας το στερεότυπο του νέου «εσωτερικού εχθρού».
Στην πραγματικότητα, βέβαια, οι διαφορές ανάμεσα στην Καλιφόρνια του 1974 και τη μνημονιακή Ελλάδα των ημερών μας, ανάμεσα στην κόρη ενός μεγιστάνα των ΗΠΑ και τους εγχώριους ένοπλους αναρχικούς από το Χαλάνδρι ή -έστω- την Εκάλη είναι κάτι παραπάνω από χαώδεις. Οπως χαώδεις είναι οι διαφορές και σε όλα τα υπόλοιπα: από την προσωπική στάση του φιλικού και συγγενικού περιβάλλοντος μέχρι τις δημοκρατικές ευαισθησίες του ευρύτερου κοινωνικού και πολιτικού περίγυρου. Ας δούμε το πώς και το γιατί.
Από όμηρος, αντάρτισσα
Η υπόθεσή μας ξεκινά το βράδυ της 4ης Φεβρουαρίου 1974, με την απαγωγή της Πάτι Χιρστ από το φοιτητικό διαμέρισμά της στο Μπέρκλεϊ. Απαγωγείς, βάσει της μαρτυρίας του τότε αρραβωνιαστικού της κι ενός γείτονα, ήταν «δυο νέγροι και μια γυναίκα». Τρεις μέρες μετά ο Συμβιωτικός Απελευθερωτικός Στρατός ανάλαβε την ευθύνη με ανακοίνωσή του σε τοπικό ραδιοσταθμό.
Ο SLA ήταν μια οργάνωση νεοσύστατη αλλά όχι άγνωστη. Τρεις μήνες νωρίτερα (6.11.1973) είχε δολοφονήσει στο Οκλαντ τον μαύρο σχολικό επιθεωρητή Μάρκους Φόστερ, επειδή προσπαθούσε να εφαρμόσει ένα «αντιεγκληματικό» πρόγραμμα υποχρεωτικού εφοδιασμού των μαθητών με δελτία ταυτότητας, βάσει του οποίου οι «αποκλίνοντες» νέοι θα φακελώνονταν ήδη από τα σχολικά τους χρόνια. Μια σειρά από οργανώσεις του Οκλαντ είχαν εκδηλώσει δημόσια την αντίθεσή τους στο πρόγραμμα, η εν ψυχρώ δολοφονία του Φόστερ προκάλεσε όμως σοκ και καταδικάστηκε απερίφραστα όχι μόνο από τη μετριοπαθή Αριστερά αλλά και από το Κόμμα των Μαύρων Πανθήρων, από πολιτικούς κρατούμενους όπως η Αντζελα Ντέιβις, ακόμη κι από τους Weathermen, τη σημαντικότερη τότε οργάνωση ανταρτών πόλης στις ΗΠΑ.
Στις 10 Ιανουαρίου δυο μέλη του SLA συνελήφθησαν τυχαία, ενώ επέβαιναν ένοπλοι σε φορτηγάκι με προπαγανδιστικό υλικό της οργάνωσης σε 4 γλώσσες (αγγλικά, ισπανικά, κινέζικα και σουαχίλι). Ακολούθησε η ανακάλυψη γιάφκας σε κοντινή μονοκατοικία, με έντυπα και σημειώσεις που οι ένοικοι πρόλαβαν να κάψουν μόνο εν μέρει. Οπως διαπιστώνουμε από την υπηρεσιακή έκθεση που συντάχθηκε για την αμερικανική Βουλή δυο βδομάδες μετά την απαγωγή της Χιρστ, η σύνθεση του βασικού πυρήνα της οργάνωσης ήταν ήδη γνωστή στις αρχές, ενώ η λίστα των απλώς «υπόπτων» περιλάμβανε -απολύτως λανθασμένα- όλο σχεδόν το ριζοσπαστικό κίνημα της περιοχής.
Παρόλο που στα πομπώδη ανακοινωθέντα του ο SLA αυτοπαρουσιαζόταν ως το ένοπλο σκέλος μιας ολόκληρης «Ομοσπονδίας» από «μέλη διαφορετικών φυλών και σοσιαλιστικά πολιτικά κόμματα του καταπιεσμένου λαού των Φασιστικών ΗΠΑ», στην πραγματικότητα ο οργανωμένος πυρήνας του δεν ξεπέρασε συνολικά τα 15-20 άτομα. Εκτός από έναν ή δυο μαύρους δραπέτες, πρώην ποινικούς, που ριζοσπαστικοποιήθηκαν πολιτικά μέσα στη φυλακή, οι υπόλοιποι ήταν γόνοι λευκών μικροαστικών ή μεσοαστικών οικογενειών, με περιορισμένη συμμετοχή στα κινήματα της Νέας Αριστεράς –κυρίως στο «Venceremos», μια μαοϊκή οργάνωση επικεντρωμένη στην αλληλεγγύη προς τους φυλακισμένους.
Σύμφωνα μ” έναν αυτοκριτικό απολογισμό που συνέταξαν το 1976 τέσσερις από τους επιζήσαντες, το αρχικό σχέδιο του SLA προέβλεπε όντως τη σταδιακή ανάπτυξη ενός ομοσπονδιακού σχήματος, με τον προσεταιρισμό διαφόρων αυτόνομων ομάδων μέσω της «ένοπλης προπαγάνδας», το εσπευσμένο όμως πέρασμα του αρχικού πυρήνα σε βαθιά παρανομία τον απέκοψε πρόωρα από τον όποιο πολιτικό και κοινωνικό του περίγυρο. Τελικό αποτέλεσμα ήταν μια όλο και μεγαλύτερη εξάρτηση των φυγάδων από την εικόνα που καλλιεργούσαν για τον εαυτό τους μέσω των ΜΜΕ και η συνακόλουθη παγίδευσή τους στις απαιτήσεις αυτού του επικοινωνιακού πολεμικού παιχνιδιού.
Πρώτο αίτημα των απαγωγέων της Πάτι υπήρξε η μαζική διανομή τροφίμων από την οικογένεια Χιρστ στους φτωχούς της Καλιφόρνια (βλ. διπλανή στήλη). Η οικογένεια προσπάθησε να περιορίσει κατά το δυνατό την επιβάρυνσή της, καταβάλλοντας 2 εκατομμύρια δολάρια και υποσχόμενη άλλα 4 μετά την απελευθέρωση. Ενα δεύτερο αίτημα, για συνέντευξη Τύπου των δύο συλληφθέντων μελών της οργάνωσης, απορρίφθηκε από το FBI. Στα τέλη Μαρτίου ο SLA ανακοίνωσε έτσι την επικείμενη απελευθέρωση της εικοσάχρονης ομήρου, για να ακολουθήσει στις 3 Απριλίου η αποστολή μιας κασέτας με τη μεγάλη έκπληξη: την ανακοίνωση της ίδιας της Πάτι πως αποφάσισε να προσχωρήσει στον Συμβιωτικό Απελευθερωτικό Στρατό ως απλή αντάρτισσα με το ψευδώνυμο «Τάνια», προς τιμήν της σκοτωμένης συντρόφου του Τσε στη Βολιβία. Το ηχογραφημένο μήνυμα περιλάμβανε μια οξύτατη καταγγελία των γονιών (και του αρραβωνιαστικού) της από τη νεοφώτιστη επαναστάτρια και συνοδευόταν από μια έγχρωμη φωτογραφία της με το όπλο στο χέρι μπροστά στην επτακέφαλη κόμπρα που αποτελούσε το έμβλημα της οργάνωσης. «Η αιχμάλωτη είναι τώρα συντρόφισσα και μέλος του λαϊκού στρατού, οπλισμένη και ικανή να υπερασπιστεί τον εαυτό της», συμπλήρωνε στο δικό του μήνυμα ο «στρατάρχης Σίνκουε» του SLA, ένας 32χρονος μαύρος δραπέτης των φυλακών, ονόματι Γουίλιαμ Ντεφρίζ.
Η τελική επιβεβαίωση της προσχώρησης ήρθε στις 15 Απριλίου, με την επιδεικτική συμμετοχή της «Τάνια» στη ληστεία μιας τράπεζας του Σαν Φρανσίσκο μαζί με τα υπόλοιπα μέλη του SLA. Η οικογένεια, που αρχικά είχε αμφισβητήσει το μήνυμά της ως απατηλό προϊόν καταναγκασμού, έμεινε στήλη άλατος: «Εξήντα μέρες πριν, ήταν ένα αξιαγάπητο παιδί», δήλωσε συντετριμμένος ο Ράντολφ Χιρστ στους δημοσιογράφους που είχαν κατασκηνώσει μπροστά στο σπίτι του. «Τώρα, φωτογραφίζεται σε μια τράπεζα μ” ένα όπλο στο χέρι. Είναι το πιο διεστραμμένο πράγμα που έχω δει ποτέ». Στους πίνακες ανακοινώσεων του Μπέρκλεϊ, κάποιες αφίσες χαιρέτισαν, αντίθετα, μ’ ενθουσιασμό την ταξική αποστάτρια: «Σ’ ευχαριστούμε, Τάνια». Οσες αμφιβολίες είχαν απομείνει διαλύθηκαν στις 16 Μαΐου, όταν η Πάτι άνοιξε αυτοπροσώπως πυρ με δυο διαφορετικά όπλα για να σώσει δύο συντρόφους της που κινδύνευαν να συλληφθούν για κλοπή σ’ ένα πολυκατάστημα αθλητικών ειδών του Λος Αντζελες. Το σενάριο του «καταναγκασμού» κατέρρευσε οριστικά.
Ακριβώς μια μέρα μετά, ο ηγετικός πυρήνα του SLA εξολοθρεύτηκε από την αστυνομία του Λος Αντζελες, που πολιόρκησε με 500 άντρες τη μονοκατοικία στην οποία διέμεναν προσωρινά οι φυγάδες. Την παρατεταμένη ανταλλαγή πυρών, που μεταδόθηκε τηλεοπτικά σε ζωντανή σύνδεση, ακολούθησε η πυρπόληση του ξύλινου κτιρίου από τα δακρυγόνα. Μαζί με δυο άλλους επιζώντες η Πάτι παρακολούθησε τη σφαγή στην TV ενός μοτέλ, λίγα χιλιόμετρα παρακάτω.
Εξι μέλη της οργάνωσης ανασύρθηκαν απανθρακωμένα από τα ερείπια: τέσσερις γυναίκες, ο «στρατάρχης Σίνκουε» κι ο 23χρονος λευκός Γουίλιαμ Γουόλφ, εραστής της Πάτι το τελευταίο διάστημα. Η «Τάνια» θα τον αποχαιρετήσει δημόσια μ’ ένα τελευταίο ηχογραφημένο μήνυμα, σαν «τον πιο γλυκό, τον ομορφότερο άντρα που γνώρισε ποτέ». Στη συνέχεια θα περάσει στην πιο βαθιά παρανομία για δεκαεπτά ολόκληρους μήνες, διασχίζοντας τις ΗΠΑ απ’ άκρου εις άκρον με τους εναπομείναντες συντρόφους της κι αγνοώντας αναρίθμητες ευκαιρίες να «δραπετεύσει». Ωσπου στις 18.9.1975 οι αρχές ανακοίνωσαν τη σύλληψή της στο Σαν Φρανσίσκο, μαζί με δυο λευκά μέλη του SLA και μια Γιαπωνέζα συνοδοιπόρο. Σύμφωνα με την επίσημη εξήγηση, ο εντοπισμός των φυγάδων έγινε δυνατός χάρη στη στενή παρακολούθηση του φιλικού και οικογενειακού περιβάλλοντος της νέας γενιάς μελών, τα οποία είχαν στρατολογηθεί μεταξύ των συμπαθούντων χάρη στη συγκίνηση που προκάλεσε το ολοκαύτωμα της 17ης Μαΐου.
Η ταξική αποκατάσταση
Αμέσως μετά τη σύλληψή της, η εικοσάχρονη Χιρστ φέρθηκε όπως θα περίμενε κανείς από την «Τάνια»: έσφιξε τη γροθιά της μπροστά στον φακό, δήλωσε ως επάγγελμα «αντάρτισσα πόλης» και, μέσω του δικηγόρου της, απηύθυνε αισιόδοξο αγωνιστικό χαιρετισμό «σε όλα τα αδέρφια, άντρες και γυναίκες, εκεί έξω» («Time» 29.9.1975). Πανικόβλητη η οικογένεια διέγνωσε «πλύση εγκεφάλου κομμουνιστικού τύπου», επιστρατεύοντας με το αζημίωτο τους σχετικούς ειδήμονες. Στάθηκε ωστόσο αδύνατο ν’ αποφυλακίσει την κόρη της, έστω και με πελώρια χρηματική εγγύηση.
Πέντε μήνες αργότερα, όταν στις 4.2.1976 ξεκίνησε η «πριβέ» δίκη της για τη ληστεία της τράπεζας, η «Τάνια» είχε ξαναγίνει Πάτι, προβάλλοντας μια παντελώς διαφορετική εκδοχή για την περιπέτειά της. Η ένταξή της στον SLA, υποστήριξε, ήταν αποτέλεσμα ενός εξαιρετικά βίαιου καταναγκασμού: οι απαγωγείς την κρατούσαν επί εβδομάδες κλειδωμένη σε μια ντουλάπα, υποβάλλοντάς την στην πολύωρη ανάγνωση κομμουνιστικών αναλύσεων. Ο «γλυκύτατος» Γουίλι Γουόλφ δεν ήταν παρά ένας αδίστακτος βιαστής, όπως και ο «στρατάρχης Σίνκουε». Μολονότι η υπόλοιπη οργάνωση αποτελούνταν από σκληροπυρηνικές φεμινίστριες, καμιά τους δεν δοκίμασε να εμποδίσει αυτή την εκδήλωση φαλλοκρατικής αγριότητας. Οταν κλήθηκε να εξηγήσει κάποια πιο λεπτά ζητήματα (την αυτόβουλη λ.χ. οπλοχρησία της ή την απουσία οποιασδήποτε προσπάθειας ν’ «αποδράσει» επί ενάμιση χρόνο), η Χιρστ επικαλέστηκε το συνταγματικό της δικαίωμα να σιωπήσει.
Την πρωτογενή αυτή -κι ελάχιστα πειστική- αφήγηση πλαισίωσαν οι καταθέσεις τριών «ειδημόνων», ως μαρτύρων υπεράσπισης. Πρώην πρόεδρος του τμήματος ψυχιατρικής στο Μπέρκλεϊ, ο δόκτωρ Λούις Γουέστ ανέλυσε ως ένα διαφωτιστικό προηγούμενο «κομμουνιστικής πλύσης εγκεφάλου» τη συνεργασία Αμερικανών αιχμαλώτων πολέμου με τους Κινέζους προπαγανδιστές κατά τη διάρκεια του πολέμου της Κορέας. Ο ψυχίατρος Μάρτιν Ορν διεύρυνε αυτό το παράδειγμα, προσθέτοντας τους Αμερικανούς αιχμαλώτους του Βιετνάμ, ομολόγησε όμως πως αδυνατούσε να κατανοήσει την ένοπλη επέμβαση της Πάτι υπέρ των παγιδευμένων συντρόφων της. Καθηγητής του Γέιλ, ο Ρόμπερτ Λίφτον γελοιοποίησε τέλος εντελώς το ζήτημα, συγκρίνοντας την απαχθείσα Πάτι με τους κρατουμένους των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης.
Οι ένορκοι δεν πείστηκαν και καταδίκασαν ομόφωνα την κατηγορούμενη για οπλοφορία και συνέργεια σε ληστεία. Με το περιστατικό της οπλοχρησίας εξαρχής εκτός κατηγορητηρίου, το δικαστήριο της επέβαλε κάθειρξη 35 χρόνων με συγχώνευση κατά την επιμέτρηση σε… 7. Τελικά εξέτισε 22 μόλις μήνες, της προφυλάκισης συμπεριλαμβανομένης. Την επαύριο της απόφασης μπήκε στο νοσοκομείο για κάποια εγχείρηση, έκατσε κατόπιν στη φυλακή λιγότερο από δίμηνο (24.9–18.11.1976) κι αποφυλακίστηκε με εγγύηση 1.000.000 δολαρίων μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής της στο Ανώτατο Δικαστήριο, τον Απρίλιο του 1978. Οταν το αίτημα ακύρωσης της ποινής της απορρίφθηκε, η Πάτι προσήλθε σε επιλεγμένο σωφρονιστικό ίδρυμα βάσει συμφωνίας των δικηγόρων της με τον τοπικό δικαστή («Μακεδονία» 16.5.1978). Επτά μήνες αργότερα αφέθηκε ελεύθερη, με μείωση ποινής από τον πρόεδρο Τζίμι Κάρτερ (1.2.1979). Κατά την τελευταία μέρα της δικής του θητείας (20.1.12001), ο Μπιλ Κλίντον θα υπογράψει διάταγμα απονέμοντάς της οριστικά χάρη.
Οι επιζήσαντες (μικροαστοί) σύντροφοί της δεν είχαν καθόλου την ίδια τύχη. Ο εκτελεστής του Φόστερ παραμένει ισοβίτης, οι δε υπόλοιποι πέρασαν μεγάλο μέρος της ζωής τους στις φυλακές. Τελευταίος απ’ όλους, ο Τζέιμς Κίλγκορ, φυγάς με ψεύτικο όνομα στη Ν. Αφρική, όπου δίδασκε ως οικονομολόγος σε πανεπιστήμιο, εκδόθηκε το 2002 στις ΗΠΑ και το 2004 του επιβλήθηκε κάθειρξη 6 ετών για τη συμμετοχή του σε μια αιματηρή ληστεία τον Μάιο του 1975. Τέσσερα ακόμη μέλη του SLA καταδικάστηκαν σε παρόμοιες ποινές για την ίδια υπόθεση το 2003 και, σε αντίθεση με την Πάτι, τις εξέτισαν κανονικά. Το μόνο άτομο που μετείχε στην επίμαχη ενέργεια αλλά δεν δικάστηκε ποτέ ήταν η ίδια η «Τάνια».
Αξιοσημείωτη λεπτομέρεια: τη σχέση των υπολειμμάτων του SLA με την εν λόγω ληστεία, που για το FBI παρέμενε ανεξιχνίαστη, αποκάλυψε η ίδια η Χιρστ στα απομνημονεύματα που δημοσίευσε το 1982 σε συνεργασία με την υπηρεσία. Η ίδια θα αποτελούσε και τον βασικό μάρτυρα κατηγορίας στις δίκες των πρώην συντρόφων της, αν αυτοί δεν έσπευδαν να παραδεχτούν την ενοχή τους διαπραγματευόμενοι τις ποινές. Η πρώην «τρομοκράτισσα» δεν παρέλειψε πάντως να περιέλθει τα κανάλια, περιγράφοντάς τους σαν αμετανόητα τέρατα που έπρεπε να τιμωρηθούν παραδειγματικά, όπως απαιτούσαν οι καιροί μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Αποκαλυπτικό δείγμα, η συνέντευξη που παραχώρησε στον Λάρι Κινγκ (22.1.2002) κι είναι προσπελάσιμη στο Διαδίκτυο.
Σκιές μιας ιστορίας
Τέσσερις δεκαετίες μετά, η απαγωγή και η βραχύβια ταξική αποστασία της Πάτι Χιρστ αντιμετωπίζεται από τα αμερικανικά ΜΜΕ με δυο διαμετρικά αντίθετους (αλλά πολιτικά συμπληρωματικούς) τρόπους.
Ο πρώτος είναι η ολοκληρωτική κυριαρχία της επίσημης οικογενειακής βερσιόν. Η κυριαρχία αυτή δεν αφορά μόνο τα έντυπα ή ηλεκτρονικά ΜΜΕ, αλλά επεκτείνεται και στο Διαδίκτυο: όπως διαπιστώσαμε κατά το σερφάρισμά μας εκεί για τις ανάγκες του παρόντος άρθρου, μέσα στην τελευταία δωδεκαετία έχουν αφαιρεθεί όλες οι εναλλακτικές εκδοχές της υπόθεσης που ήταν αναρτημένες μέχρι την 11/9/2001. Κάποιες απ’ αυτές είχαν διασωθεί, ευτυχώς, στο αρχείο του «Ιού».
Ο δεύτερος τρόπος διαχείρισης είναι η ανάπτυξη μιας ακατάσχετης συνωμοσιολογίας που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από την αντίστοιχη για τη δολοφονία του Κένεντι – κάποιοι από τους πρωταγωνιστές, όπως η Μέι Μπρούσελ, είναι άλλωστε κοινοί και στις δύο περιπτώσεις. Σύμφωνα μ” αυτά τα σενάρια, η σύσταση και η δράση του SLA δεν ήταν παρά ένα καταχθόνιο σχέδιο του FBI και της CIA για να εξυπηρετηθούν διάφοροι σκοποί, ανάλογα με τις πολιτικές προτιμήσεις κάθε «αναλυτή».
Τρία είναι τα βασικά επιχειρήματα πάνω στα οποία βασίζονται αυτές οι θεωρίες.
Το πρώτο εστιάζεται στην παλιότερη καριέρα του «ποινικού» Ντεφρίζ ως «ευκαιριακού πληροφοριοδότη» των υπηρεσιών ασφαλείας, ιδιότητα που του επιφύλαξε αρκετά ευνοϊκή μεταχείριση στις σχέσεις του με τις αρχές μέχρι την τελική φυλάκισή του το 1969. Η πληροφορία πρωτοδημοσιεύτηκε στο σοβαρό περιοδικό «CounterSpy» τον Μάιο του 1974, στο πλαίσιο ενός άρθρου που διατύπωνε αμφιβολίες για την αυθεντικότητα του SLA. Κατά διαβολική τύχη, την παραμονή της κυκλοφορίας του τεύχους ο «Σίνκουε» κι οι σύντροφοί του εξοντώθηκαν μπροστά στις κάμερες. Η σύνταξη του περιοδικού ομολόγησε επί του πιεστηρίου διακριτικά το λάθος της, αυτά όμως είναι ψιλά γράμματα για τους λάτρεις της πολιτικής ουφολογίας. Επί της ουσίας, βέβαια, η παλιότερη διαπλοκή ενός ποινικού με την ασφάλεια δεν αποκλείει καθόλου τη μετέπειτα ειλικρινή μεταστροφή του.
Το δεύτερο σημείο αφορά την επαφή του Ντεφρίζ στη φυλακή με τον μαύρο καθηγητή γλωσσολογίας Κόλστον Ουέστμπρουκ (1937-1989), που παρουσιάζεται ως στέλεχος της CIA και «χειριστής» του. Οι υπηρεσιακές διασυνδέσεις του καθηγητή είναι όντως συζητήσιμες. Αυτός όμως που πρώτος τον κατήγγειλε ως πράκτορα, «καταδικάζοντάς» τον μάλιστα σε θάνατο, ήταν ο ίδιος ο «στρατάρχης» στα ανακοινωθέντα του SLA.
Η τρίτη -και σοβαρότερη- επισήμανση αφορά την εξαφάνιση του «δεύτερου νέγρου» της οργάνωσης, του επίσης ποινικού δραπέτη Θίρο Γουίλερ, από κάθε επίσημη ή ημιεπίσημη αφήγηση. Σύμφωνα με τη δική του εκδοχή, την οποία εντοπίσαμε σε συνέντευξή του σε τοπική εφημερίδα της εποχής αναρτημένη στο Διαδίκτυο («The Free-Lance Star» του Φρέντερικσμπουργκ, 7.1.1976), ο Γουίλερ ισχυρίστηκε πως αρνήθηκε να ενταχθεί στον SLA και κατέφυγε στο Χιούστον του Τέξας, όπου το FBI τον ανακάλυψε λίγο πριν από τη σύλληψη της Πάτι. Στα πρακτικά των δικών του, επίσης προσβάσιμα στο Ιντερνετ, η παρουσία του στο Χιούστον τεκμηριώνεται όμως μόνο από τις 24.4.1974, δυόμισι μήνες δηλαδή μετά την απαγωγή της Πάτι. Ολως παραδόξως, ενώ περιγράφηκε ευκρινώς από τους αυτόπτες μάρτυρες ως ένας από τους απαγωγείς της, η τελευταία στα απομνημονεύματά της αποσιωπά παντελώς την ύπαρξή του. Παρά τη χαώδη κοινωνική απόσταση που τους χωρίζει, η αβρότητα αυτή θα μπορούσε ενδεχομένως να οφείλεται σε απλή συναδελφική αλληλεγγύη.
Συνεργοί της «ανομίας»
Βασικό αίτημα του SLA, ως «προϋπόθεση» της έναρξης διαπραγματεύσεων για την απελευθέρωση της Πάτι Χιρστ, υπήρξε η διανομή από την οικογένειά της τροφίμων αξίας 70 δολαρίων σε κάθε άπορο, ηλικιωμένο, ανάπηρο πολέμου ή πρώην κατάδικο της Καλιφόρνιας. Ως μεσολαβητές για τη διανομή, το ανακοινωθέν της οργάνωσης όρισε μια σειρά από μαζικές οργανώσεις με παρουσία στην περιοχή.
Από επικοινωνιακή άποψη ήταν μια κίνηση εξαιρετικά πετυχημένη, καθώς έφερε σε πρώτο πλάνο τις πραγματικές διαστάσεις του κοινωνικού προβλήματος που η επίσημη προπαγάνδα προτιμούσε να καταχωνιάζει. Στο επίπεδο, κατ’ αρχάς, των αριθμών: με 6.000.000 φτωχούς στην πολιτεία, παραδέχτηκε δημόσια ο Χιρστ, για την ικανοποίηση του αιτήματος θα απαιτούνταν το εξωφρενικό ποσό των 400.000.000 δολαρίων. Ο ίδιος, πρόσθεσε, δεν μπορούσε να διαθέσει παρά μόνο δύο εκατομμύρια για τις πόλεις του Οκλαντ και του Σαν Φρανσίσκο.
Ακολούθησε η αποκάλυψη στο επίπεδο των εικόνων: «Εις τα σημεία όπου θα εγίνετο η διανομή των τροφίμων», διαβάζουμε σε ελληνική εφημερίδα της εποχής, «οι πτωχοί είχον σχηματίσει τεραστίας ουράς από των πρώτων ήδη ωρών, ενώ η διανομή επρόκειτο να αρχίση περί την μεσημβρίαν. Εις Ωκλαντ τα φορτηγά αυτοκίνητα έφθασαν αργοπορημένα και δεν κατώρθωσαν να διέλθουν δια μέσου του πλήθους δια να φθάσουν εις το κέντρον διανομής. Ως εδήλωσαν αυτόπται μάρτυρες, οι επί τούτω ωρισμένοι άνδρες ανήλθον τότε επί των φορτηγών αυτοκινήτων και ήρχισαν να ρίπτουν γάλα εις κόνιν. Κατά τους αυτόπτας μάρτυρας, το πλήθος εξεμάνη όταν μία γυναίκα επλήγη υπό κατεψυγμένης γαλοπούλας. Τότε ήρχισαν συμπλοκαί [...] αντηλλάγησαν γρονθοκοπήματα, ελιθοβολίθησαν αυτοκίνητα και εξεσφενδονίσθησαν εκατοντάδες κενών φιαλών. Η αναταραχή συνεχίσθη μέχρι της εσπέρας, οπότε ηναγκάσθη να επέμβη η αστυνομία διότι το πλήθος έσπασε την προθήκην ενός σούπερ μάρκετ» («Μακεδονία» 23.2.1974).
Παρά τα όποια προβλήματα, μέχρι τα τέλη Μαρτίου μοιράστηκαν 120.000 δέματα. Κάποια στιγμή, το πρόγραμμα διακόπηκε μάλιστα προσωρινά «μετά τας επικρίσεις των απαγωγέων δια την ποιότητα των διανεμηθέντων τροφίμων» («Μακεδονία» 26.3.1974). Σύμφωνα με τον απολογισμό μιας ντόπιας ομάδας συμπαθούντων, η απαγωγή κατάφερε «να κάνει πασιφανή την ύπαρξη, τις αιτίες και τ’ αποτελέσματα της πελώριας διαφοράς ανάμεσα στον πλούσιο και φτωχό Αμερικανό», η δε διανομή «μετέτρεψε σε απτή πραγματικότητα το πασίγνωστο αλλά συνήθως αγνοημένο γεγονός, ότι ο τραπεζικός λογαριασμός ενός μέλους της άρχουσας τάξης μπορεί να θρέψει χιλάδες ζορισμένων ανθρώπων» (Bay Area Research Collective, «Some thoughts on the S.L.A.»).
Τα συντηρητικά ΜΜΕ απάντησαν με μια καμπάνια ενοχοποίησης της φτωχολογιάς που δέχτηκε να σιτιστεί από τους τρομοκράτες. Η συντηρητική «Indianapolis Star» έκανε λόγο για επικίνδυνο πείραμα «μοιράσματος του πλούτου», τη στιγμή που οι «πραγματικά φτωχοί» βρίσκονταν στην κομμουνιστική Κίνα και την ΕΣΣΔ. Η πιο εύγλωττη παρέμβαση προήλθε ωστόσο από τον τότε κυβερνήτη της Καλιφόρνια, Ρόναλντ Ρέιγκαν. Καταγγέλλοντας δημόσια όσους προσήλθαν στις ουρές ως «συνεργούς της ανομίας», ο μετέπειτα πρόεδρος των ΗΠΑ δεν παρέλειψε να υποδείξει την επιθυμητή -πλην αδύνατη- μέθοδο δραστικής αντιμετώπισης του προβλήματος: «Δυστυχώς», δήλωσε, «δεν γίνεται να έχουμε μια επιδημία μολυσματικής τροφικής δηλητηρίασης».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ
William Graebner, «Patty’s got a gun. Patricia Hearst in 1970s America» (Σικάγο 2008, εκδ. University of Chicago Press). Μεταμοντέρνα αποτίμηση της επικοινωνιακής διαχείρισης της απαγωγής, της «αυτομόλησης» και της δίκης της Χιρστ από τα ΜΜΕ και τους υπόλοιπους ιδεολογικούς μηχανισμούς της αμερικανικής κοινωνίας. Αναγόρευση της υπόθεσης σε κομβικό σημείο της μετάβασης από τα φιλελεύθερα σίξτις στον συντηρητισμό της δεκαετίας του 1980.
«The Symbionese Liberation Army» (Ουάσινγκτον 1974, εκδ. U.S. Government Printing Office). Εκθεση που συντάχθηκε αμέσως μετά την απαγωγή της Χιρστ για την Επιτροπή Εσωτερικής Ασφαλείας της Βουλής των Αντιπροσώπων, με όσα στοιχεία ήταν ώς τότε γνωστά για τον SLA.
ΔΕΙΤΕ
Ρόμπερτ Στόουν, «Guerilla. The taking of Patty Hearst» (2004). Εξαιρετικό ντοκιμαντέρ για τη βραχύβια δράση του SLA. Προσπελάσιμο στο youtube, όπου έχει αναρτηθεί τμηματικά – το πρώτο από τα 6 μέρη στη διεύθυνση http://www.youtube.com/watch?v=nQpV8Km4uHM.
Πολ Σρέντερ, «Patty Hearst» (1988). Κινηματογραφική αναπαράσταση της εκδοχής της οικογένειας Χιρστ, όπως περιγράφεται στα απομνημονεύματα που η Πάτι έγραψε μετά την αποφυλάκισή της.
«Patty Hearst on Larry King Live» (CNN 22.1.2002, http://www.youtube.com/watch?v=p05xGAvTjIg). Εκτενής συνέντευξη της Πάτι στον Λάρι Κινγκ, μετά τις 11.9.2001 και ενόψει της τελευταίας δίκης των πάλαι ποτέ συναγωνιστών της. Αναπροσαρμογή της αφήγησής της με βάση τις συντεταγμένες της αντιτρομοκρατικής «εθνικής σταυροφορίας» της κυβέρνησης Μπους.
ΦΟΡΕΙΣ ΤΟΥ ΙΟΥ: Τάσος Κωστόπουλος, Αντα Ψαρρά, Δημήτρης Ψαρράς ios@efsyn.gr
Σχόλια